(άρθρο στη Ναυτεμπορική)
Η πορεία
του δημοσίου χρέους κατά τα επόμενα χρόνια θα καθοριστεί τόσο από τη
δημοσιονομική και μακροοικονομική κατάσταση της χώρας, όσο και από μέτρα
ελάφρυνσης και ενδυνάμωσης της βιωσιμότητάς του στο πλαίσιο του προγράμματος
οικονομικής πολιτικής του μηχανισμού στήριξης ΕΕ/ΕΚΤ/ΔΝΤ. Παράλληλα με τα
διάφορα σενάρια ανάλυσης της βιωσιμότητας, το δημόσιο χρέος εκτιμάται το 2016,
σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να διαμορφωθεί στα 320,1 δισ. ευρώ ή στο
182,8% του ΑΕΠ, συνιστώντας το υψηλότερο ιστορικά επίπεδο σε σχετικούς ως προς
το παραγόμενο προϊόν όρους.
Παράλληλα
με τις εξελίξεις και εκτιμήσεις σε όρους Γενικής Κυβέρνησης, σε όρους Κεντρικής
Διοίκησης, όταν δηλαδή δεν συνυπολογιστεί τον ενδοκυβερνητικό χρέος (βλ. το
βραχυπρόθεσμο δανεισμό μέσω συμφωνιών επαναγοράς –repos– από φορείς της Γενικής Κυβέρνησης), το χρέος διαμορφώθηκε στο τέλος του
Ιουλίου του 2016 στα 324,7 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 3,4 δισ. ευρώ σε
σχέση με το 2015. Αναφορικά με τη δομή του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης, όπως
αυτή προκύπτει από τα στοιχεία για το πρώτο επτάμηνο του 2016, το μεγαλύτερο
μερίδιο παραμένει τα δάνεια στο πλαίσιο του μηχανισμού στήριξης ΕΕ/ΕΚΤ/ΔΝΤ, τα
οποία, μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος και
τη συνέχιση των χρηματοδοτικών ροών, αυξήθηκαν σε σχέση με το 2015 κατά περίπου
5 δισ. ευρώ, φτάνοντας τα 225,5 δισ. ευρώ. Η εν λόγω πηγή χρηματοδότησης αφορά
69,4% το συνολικού χρέους της Κεντρικής Διοίκησης. Από την άλλη πλευρά, το
μερίδιο του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης που είναι εκφρασμένο σε ομόλογα
διατηρεί την πτωτική του πορεία, φτάνοντας τον Ιούλιο του 2016 στα 57,1 δισ.
ευρώ (από 59,8 δισ. ευρώ το 2015), αποτελώντας το 17,6% του χρέους της
Κεντρικής Διοίκησης.
Επιπρόσθετα,
στα ίδια επίπεδα διατηρείται η χρηματοδότησης της Κεντρικής Διοίκησης μέσα από
βραχυπρόθεσμους τίτλους και, δη, έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου, τα
οποία και παράμεναν σταθερά στα 14,8 δισ. ευρώ. Αντίθετα, αυξήθηκε ο
βραχυπρόθεσμος δανεισμός μέσω της αξιοποίησης της πώλησης τίτλων με τη μέθοδο
της επαναγοράς (repos) σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης. Ειδικότερα, ο
βραχυπρόθεσμος δανεισμός της Κεντρικής Διοίκησης μέσω της πώλησης τίτλων με τη
μέθοδο της επαναγοράς (repos) σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε τον
Ιούλιο του 2016 στα 11,7 δισ. ευρώ, συνιστώντας το 3,6% του χρέους της
Κεντρικής Διοίκησης. Πρόκειται, ειδικότερα, για το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο
αξιοποίησης του εν λόγω εργαλείου, καθώς μαζί με τον Ιούνιο του 2016 (12,1 δις.
ευρώ) συνιστούν την περίοδο με τη μεγαλύτερη αξιοποίησης της συγκεκριμένης
ενδοκυβερνητικής χρηματοδότησης, παρέχοντας ενδείξεις για τις συνθήκες
ρευστότητας του δημοσίου τομέα.
Παράλληλα
με τη δομή του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης, αλλαγές σημειώθηκαν τα τελευταία
χρόνια και στα χαρακτηριστικά του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης. Έτσι, τον Ιούνιο
του 2016 (όπως και το Δεκέμβριο του 2015) το μεγαλύτερο μέρος του χρέους είναι
μη διαπραγματεύσιμο (76,8%) και σε κυμαινόμενο επιτόκιο (69,1%), αντιστρέφοντας
και στις δύο περιπτώσεις τις σχετικές αναλογίες σε σύγκριση με το 2011. Όπως
έχει σημειωθεί ξανά, αυτή η εξέλιξη στη σύνθεση του χρέους οφείλεται, φυσικά,
στη χρηματοδότηση της χώρας από το μηχανισμό στήριξης ΕΕ/ΕΚΤ/ΔΝΤ, η οποία και
βασίζεται σε μη διαπραγματεύσιμα και κυμαινόμενου επιτοκίου δάνεια. Επίσης, οι
εξελίξεις στη χρηματοδότηση από το μηχανισμό στήριξης ΕΕ/ΕΚΤ/ΔΝΤ το 2015 και το
2016 (βλ. μη συμμετοχή ΔΝΤ) επηρέασαν και το μερίδιο του νομίσματος στο οποίο
είναι εκφρασμένο το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης, με αποτέλεσμα τον Ιούνιο του
2016 το 96,7% του εν λόγω χρέους να εκφράζεται σε ευρώ, έναντι 96,5% το
Δεκέμβριο του 2015 και 95,9% το Δεκέμβριο του 2013.
Όπως
αναφέρθηκε και στην αρχή, η πορεία του δημοσίου χρέους για τα επόμενα χρόνια θα
επηρεαστεί σημαντικά από επικείμενες παρεμβάσεις για την ελάφρυνση του και την
ενδυνάμωση της βιωσιμότητάς του στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής
πολιτικής του μηχανισμού στήριξης ΕΕ/ΕΚΤ/ΔΝΤ. Εκτιμάται ότι θα είναι
παρεμβάσεις που, μεταξύ άλλων, να βελτιώνουν περαιτέρω –μετά τις σημαντικές
αλλαγές στα χαρακτηριστικά της χρηματοδότησης και του δημοσίου χρέους του 2012–
το ένα σκέλος του αποτελέσματος «χιονοστιβάδας» που έπληξε τα τελευταία χρόνια
το δημόσιο χρέος της χώρας και επιδείνωσε τη βιωσιμότητά του. Έτσι,
προβλέπεται, λοιπόν, ότι θα ελαφρυνθεί περαιτέρω η επιβάρυνση από το σκέλος της
δαπάνης για τόκους. Το ζητούμενο, ωστόσο, παραμένει στο έτερο σκέλος του
αποτελέσματος «χιονοστιβάδας» και, δη, της επίπτωσης των μεταβολών του ονομαστικού
ΑΕΠ, καθώς θα πρέπει το συντομότερο δυνατόν η επίδραση του εν λόγω σκέλους να
καταστεί αρνητική για το ύψους του δημοσίου χρέους, συμβάλλοντας θετικά από την
πλευρά του παρανομαστή στη μείωση του δείκτη του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του
παραγόμενου προϊόντος της οικονομίας.
(αναδημοσίευση από το Οικονομικές Εξελίξεις του ΚΕΠΕ)