Με την
κατάρρευση της Lehman Brothers το Σεπτέμβριο του
2008, η οποία αποτέλεσε το “big bang” της χρηματοπιστωτικής κρίσης που είχε
αρχίσει να διαφαίνεται από τους προηγούμενους μήνες, ο δημόσιος διάλογος κατακλύστηκε
από προσεγγίσεις και απόψεις που αναζητούσαν του υπαίτιους της κρίσης. Στους
«συνήθεις υπόπτους», αν και μέχρι τότε έχαιραν πλήρους ασυλίας από τις διεθνείς
αγορές, αλλά και μεγάλο μέρος της σχετικής ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας,
καταχωρήθηκαν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας των
δρώντων σε μία οικονομία. Και αυτό διότι οι εν λόγω οίκοι απλώς έδιναν υψηλές
βαθμολογίες σε χρηματοοικονομικά προϊόντα που δεν άξιζαν αυτές τις βαθμολογίες
ενώ παρέβλεπαν δείκτες της ευρωστίας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με αποτέλεσμα
να συμβάλουν στη διόγκωση των «φουσκών» και των δυνητικών αποτελεσμάτων μιας
κατάρρευσης που τελικά συνέβη (βλ. «η χρηματοπιστωτική κρίση
και η πραγματική οικονομία»). Είναι χαρακτηριστική η υψηλή αξιολόγηση
της Lehman Brothers λίγο
πριν από την κατάρρευση.
Η
καταχώρηση, λοιπόν, των οίκων αξιολόγησης στους «συνήθεις υπόπτους» της
χρηματοπιστωτικής κρίσης κλόνισε την ισχυρή τους θέση στο διεθνές
χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά και αμφισβήτησε το σχεδόν θεσμικό τους ρόλο στην
τραπεζική εποπτεία, αφού η αξιολόγησή τους αποτελούσε συστατικό προσδιορισμού
των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών, σύμφωνα με το γνωστό κανόνα της Βασιλείας
ΙΙ. Έτσι, οι φωνές και οι προσεγγίσεις για την ανάγκη περιορισμού του ρόλου
τους τόσο στη χρηματοπιστωτική αγορά, όσο και στο εποπτικό πλαίσιο της
τραπεζικής αγοράς άρχισαν να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Η
κριτική, μεταξύ άλλων, εστίασε, πέρα από την εγγενή αδυναμία ενός ιδιωτικού ιδρύματος
να παρέχει ένα διεθνές δημόσιο έργο, στα ζητήματα (α) της σύγκρουσης
συμφέροντος, αφού οι οίκοι καλούνται να αξιολογήσουν τους πελάτες τους, (β) της
απουσίας μεθοδολογικών κανόνων, καθώς δεν δημοσιοποιούνται σε όλο το εύρος τους
οι λόγοι που συντελούν στις «βαθμολογίες» τους, (γ) της «καρτελοποίησης» του
κλάδου τους, και (δ) της απουσίας σχετικού κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου
που να διέπει τη λειτουργία τους.
Τα
ζητήματα αυτά άρχισαν να γίνονται προβλήματα για τις πολιτικές ηγεσίες, κυρίως
της Ευρώπης, όταν οι αξιολογήσεις των διεθνών οίκων άρχισαν να επιβαρύνουν το
κόστος δανεισμού των κρατών. Μέσα σε μικρή περίοδο αρκετά κράτη-μέλη της
Ευρωζώνης, και κυρίως του Νότου άρχισαν να χάνουν τα «Α» τους και τα spreads τους εισήλθαν σε
μία ξέφρενη ανοδική πορεία. Το παράδειγμα της Ελλάδας, με όλα τα τραγελαφικά
που συνέβησαν, είναι χαρακτηριστικό. Και από την άλλη πλευρά, βέβαια, ήταν
στρέβλωση της αγοράς οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου να έχουν κοντινές
αξιολογήσεις με αυτές της Γερμανίας. Και βέβαια, η «πρόκληση» για τους «Αγγλοσάξονες»
πολιτικούς ήρθε, όταν πριν από λίγους μήνες υποβαθμίστηκαν τα ομόλογα του
αμερικανικού Δημοσίου ή η προοπτική του Ηνωμένου Βασιλείου.
Μετά
από αυτές τις εξελίξεις οι προσπάθειες απέκτησαν θεσμική υπόσταση, επιδιώκοντας
να διαμορφωθεί ένα επαρκές ευρωπαϊκό ή διεθνές κανονιστικό πλαίσιο για τη
λειτουργία των οίκων αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργηθεί ένας ευρωπαϊκός
φορέας πιστοληπτικής αξιολόγησης. Επιδιώκοντας, δηλαδή, να θεσπίσουν κανόνες
για να διορθώσουν μια αποτυχία της αγοράς.
Πρόσφατα,
ωστόσο, διαφάνηκε πως η αγορά μπορεί να διορθώσει από μόνη της μια αποτυχία
της, ενισχύοντας τις τάσεις που διαφάνηκαν μετά την υποβάθμιση των αμερικανικών
ομολόγων, αφού το κόστος χρηματοδότησής τους δεν αυξήθηκε. Έτσι, πριν από λίγες
ημέρες η θέση τριών σκανδιναβικών τραπεζών (δύο από Σουηδία και μία από Δανία)
όχι μόνο δεν επιδεινώθηκε από την υποβάθμιση των τριών ισχυρών οίκων
αξιολόγησης, αλλά ενισχύθηκε. Ειδικότερα, τις επόμενες ημέρες της υποβάθμισης
οι μετοχές τους παρουσίασαν άνοδο, ενώ στις δύο από αυτές το κόστος δανεισμού
τους μειώθηκε (βλ. «χάνουν
πελάτες οι οίκοι αξιολόγησης»).
Φαίνεται,
λοιπόν, πως δρώντες της αγοράς σταδιακά αμφισβητούν την αξιοπιστία των οίκων
αξιολόγησης και των εκτιμήσεών τους, δημιουργώντας ουσιαστικά πιέσεις προς τις
ίδιες να προσαρμόσουν τις πρακτικές τους, αλλά και να ενταχθούν σε ένα
κανονιστικό πλαίσιο που θα διασφαλίζει την αξιοπιστία των αξιολογήσεών τους.
Μικρές πιέσεις προς το παρόν που, όμως, ενισχύονται, όσο περισσότερες
επιχειρήσεις ή τράπεζες σταματούν να είναι πελάτες τους. Το ιδεατό, λοιπόν, θα
ήταν οι πιέσεις αυτές της αγοράς να γίνονταν πολύ ισχυρές, ώστε να μπορούσαν
από μόνες τους να διορθώσουν αυτή την αποτυχία της λειτουργίας τους. Ωστόσο,
αυτό είναι δύσκολο, καθώς οι αλληλεξαρτήσεις είναι ισχυρές. Τα «ισχυρά συμφέροντα»
όπως εύκολα λέμε στα ωραία καφενεία της χώρας μας. Γι’ αυτό, λοιπόν, και
χρειάζεται η κανονιστική παρέμβαση του κράτους…
(δημοσιεύθηκε στο www.propolitix.gr)