Χιλιάδες αναλύσεις ακολούθησαν -και
ακολουθούν- το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου, διαμορφώνοντας
ένα τεράστιο πεδίο συζήτησης, κατά την οποία ο καθένας ανάλογα την οπτική του
γωνία επιχειρεί να ερμηνεύσει τους συντελεστές του αποτελέσματος και να
σκιαγραφήσει τα ζητούμενα της περιόδου που θα ακολουθήσει. Πέρα από τις
επιμέρους οπτικές, το αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής, από όποια οπτική να
το δει κανείς, έδειξε πως η τρέχουσα κοινωνική, πολιτική και οικονομική
κατάσταση, όπως βέβαια διαμορφώθηκε και κατά την προεκλογική περίοδο, έχει
φτάσει στα όριά της.
Αυτή η οριακή φάση της τρέχουσας κατάστασης
αποτυπώθηκε, μεταξύ άλλων, στην (δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη) ευκολία με την
οποία πολίτες προτίμησαν (ιδιαίτερα) ακραίες εκφάνσεις του πολιτικού φάσματος
(αριστερά ή δεξιά), επιβραβεύοντας τη βία ή επιλέγοντας την κατάρρευση θεμελιωδών
παραδοχών και “σταθερών” της (ευρωπαϊκής) οικονομικής και κοινωνικής
πραγματικότητάς μας. Βέβαια, κάποιες “σταθερές” φάνηκαν να μένουν αναλλοίωτες
στο χρόνο και τις κρίσεις, οδηγώντας τη σκέψη αρκετών στον πυρήνα των
παθογενειών που οδήγησαν στην κρίση και στην κατάρρευση του εγχώριου
αναπτυξιακού προτύπου. Καθώς, όπως τονίζεται σε άρθρο
της Ένωσης Πολιτών για την Παρέμβαση, υπογραμμίζοντας τα εμπόδια στην
προώθηση των μεταρρυθμίσεων που επιζητά διαχρονικά μεγάλο μέρος της κοινωνίας, “[…οι
κοινωνικοί μας προστάτες] έδειξαν με αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια την
πολυτελέστατη μετακόμιση του πελατολογίου σε συγκεκριμένο κομματικό (;)
σχηματισμό, από τους πρωινούς πασοκτζήδες στους απογευματινούς
μεγαλοκομμουνιστές […]”. Ακόμα, όμως, και αυτή η “μετακόμιση” συνιστά
ένδειξη μιας προσπάθειας αυτοσυντήρησης ενός συστήματος σε ένα οριακό, αλλά και
μεταβαλλόμενο, περιβάλλον.
Το ζητούμενο, συνεπώς, της περιόδου
που ξεκινά από την 18η Ιουνίου είναι αφενός η εξομάλυνση αυτή της
οριακής κατάστασης, με την αλλαγή της “συνταγής” του προγράμματος οικονομικής
πολιτικής και την εναρμόνιση της δημοσιονομικής προσαρμογής με την ελληνική
οικονομική πραγματικότητα που πρέπει να απεγκλωβιστεί από την ύφεση (βλ. τους
εύστοχους “10 ελληνικούς
μύθους”). Και αφετέρου η προώθηση διαρθρωτικών τομών που θα επιτρέψουν
την ανασυγκρότηση (αν όχι αναγέννηση) του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας, ώστε
(σχηματικά), πρώτα, να παράγει ανταγωνιστικά και εν συνεχεία να καταναλώνει συνετά
την προστιθέμενη αξία. Όπως, θα λέγαμε και στην επαρχία, πρώτα το άλογο και
μετά το κάρο. Ως τώρα, την αδυναμία του αλόγου να σύρει το (δημόσιο ή ιδιωτικό)
κάρο κάλυπτε είτε το υπέρογκο -με εύκολο εξωτερικό δανεισμό- κράτος, είτε ο
εύκολος ιδιωτικός -με χαμηλό κόστος λόγω ευρώ- δανεισμός.
Σταδιακά, λοιπόν, θα πρέπει να
αρχίσει το άλογο να μπορεί να τραβά το κάρο και να σταθεί η εγχώρια αγορά και
οικονομία (όχι η κρατικιστική εκδοχή της) στα πόδια της, ώστε να διασφαλιστεί η
συνοχή της κοινωνίας. Αυτό είναι το ζητούμενο για την επόμενη ημέρα των εκλογών
της 17ης Ιουνίου, και προς την κατεύθυνση αυτή οφείλουν να κινηθούν
όλοι, καθώς οι “βαθμοί ελευθερίας” έχουν, πλέον, συρρικνωθεί καθοριστικά. Ίσως,
εάν και τώρα δεν τα καταφέρει η χώρα, η κατάσταση να ξεπεράσει τα όρια και να
εκτροχιαστεί. Και όπως τώρα οι πολίτες αναφέρονται με “λαχτάρα” στα επίπεδα του
Οκτωβρίου του 2009 (ή οι πολιτικοί προσπαθούν την επιστροφή σ’ αυτά), κάποια
στιγμή στο άμεσο μέλλον μπορεί πολλοί περισσότεροι να αναπολούν τα βιοτικά
επίπεδα του Μαΐου του 2012. Και, δυστυχώς, ο εκτροχιασμός της κατάστασης δεν θα
έχει μόνο οικονομική διάσταση, αλλά, κυρίως, κοινωνική, θεσμική και γεωπολιτική.
(δημοσιεύθηκε στο www.propolitix.gr)