Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Η χρονική υστέρηση της χρηματοπιστωτικής εποπτείας

(άρθρο στο The Economist)

Η πλειοψηφία των άρθρων που σχετίζονται με το χρηματοπιστωτικό σύστημα ξεκινά με μία αναφορά στην κρίση που ξέσπασε το 2008 και συνεχίζει να ταλανίζει την παγκόσμια (κυρίως ανεπτυγμένη) οικονομία. Η προτίμηση αυτή έγκειται στο γεγονός ότι η διαμόρφωση, το ξέσπασμα και η επέκταση της εν λόγω κρίσης αποτελεί σημείο καμπής (αλλαγής) των περισσοτέρων προσεγγίσεων που εστιάζουν στη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση. Φυσικά, εξαίρεση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει η προσέγγιση που αφορά την εποπτεία της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, η οποία και βρέθηκε στο επίκεντρο της κριτικής, αλλά και των μεταρρυθμίσεων, που ακολούθησαν την κρίση.

Σύμφωνα με μια πρώτη θεωρητική προσέγγιση, το κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο (εφ’ εξής εποπτικό), που διέπει το χρηματοπιστωτικό σύστημα δύναται να αποτελέσει σημαντικό πεδίο διάδρασης μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και αρχών, καθώς ο βαθμός αυστηρότητας (ή επάρκειας) και αποτελεσματικότητας του εποπτικού ρόλου των δεύτερων επηρεάζει τη καθημερινή λειτουργία, την κερδοφορία και τη στρατηγική των πρώτων. Την άποψη αυτή στηρίζει μία σειρά από προγενέστερες μελέτες και εργασίες, οι οποίες εστίαζαν, κυρίως, στο πεδίο των κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών (Santos, 2000). Στο πλαίσιο αυτό, φυσικά, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στην προσπάθειά τους να αξιοποιήσουν αποδοτικά όσο το δυνατόν περισσότερα από τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους και να μεγιστοποιήσουν τα δυνητικά όρια κερδοφορίας τους, αναζητούν την ανάπτυξη και επέκταση της διαμεσολαβητικής και επενδυτικής δραστηριότητας τους σε πεδία και πρακτικές που εντοπίζονται κενά ή αδυναμίες εποπτείας.

Το «κυνήγι» της δυνητικά υψηλότερης απόδοσης της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας οδηγεί τα ιδρύματα σε ένα αντίστοιχο «ράλι» χρηματοπιστωτικής καινοτομίας, καθώς η ανάπτυξη νέων εξελιγμένων και πολύπλοκων πρακτικών και εργαλείων επιτρέπει το προβάδισμα της διαμεσολαβητικής δραστηριότητας σε σχέση με την εποπτεία. Το προβάδισμα αυτό είναι αποτέλεσμα της χρονικής υστέρησης (time inconsistency) που παρατηρείται στην αντίδραση των εποπτικών αρχών, λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας και έγκαιρης διαπίστωσης των (νέων) κινδύνων των καινοτόμων πρακτικών και εργαλείων (de Larosiere, 2009), αδυνατώντας να προσαρμόσουν με επάρκεια το εποπτικό πλαίσιο στις εξελίξεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έτσι, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εκμεταλλευόμενα αυτή τη χρονική υστέρηση (ορισμένες φορές μεγάλη) της αντίδρασης των εποπτικών αρχών συμβάλλουν στην τροφοδότηση και διόγκωση της υπερβάλλουσας χρηματοπιστωτικής άνθησης, η οποία, όπως διαφάνηκε και από τη κρίση του 2008, δύναται να οδηγήσει σε «φούσκα» και στη συνέχεια, και σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, σε κατάρρευση και συστημική κρίση (Turner, 2009).

Συνεπώς, η χρονική υστέρηση της αντίδρασης του εποπτικού πλαισίου στην εξέλιξη και τον «εκσυγχρονισμό» του χρηματοπιστωτικού συστήματος οδηγεί στη διαφοροποίηση της αρχικής (θεωρητικής) κατεύθυνσης της αιτιατής σχέσης μεταξύ του θεσμικού πλαισίου και της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης -που ήθελε το δεύτερο να εξαρτάται και να προσαρμόζεται στο πρώτο. Και αυτό διότι, όπως προκύπτει στην πράξη, η διαμόρφωση των εποπτικών κανόνων ακολουθεί τις εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα (τεχνολογική πρόοδος, υπέρ-μόχλευση, καινοτομία, δημιουργία αγορών) και προσαρμόζεται σ’ αυτές και όχι οι δομές του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα χαρακτηριστικά του εποπτικού περιβάλλοντος στο οποίο δραστηριοποιείται. Έτσι, το πλαίσιο εποπτείας της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης από ανεξάρτητη μεταβλητή καθίσταται εξαρτημένη μεταβλητή.

Η ικανότητα, συνεπώς, των εποπτικών αρχών να συρρικνώσουν το φαινόμενο της χρονικής υστέρησης, ακολουθώντας εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, θα επιτρέψει στο εποπτικό πλαίσιο να προσδιορίζει καθοριστικά τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Να μην αποτελεί, δηλαδή, εξαρτημένη μεταβλητή, αλλά ανεξάρτητη μεταβλητή που θα καθορίζεται από τους policymakers και εν συνεχεία από τις αρμόδιες αρχές, ενδυναμώνοντας τη στοχοθέτηση της διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος.

Σ’ αυτό το σημείο η ανάλυση οδεύει στην ευρύτερη συζήτηση για τα όρια μεταξύ ρυθμιστικού κράτους και ελεύθερης αγοράς, η οποία θέλει περισσότερο χώρο και χρόνο. Ωστόσο, όπως και να έχει, η αντιμετώπιση του εποπτικού πλαισίου ως εξαρτημένη μεταβλητή επιτρέπει τη δημιουργία αρνητικών συνειρμών για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος. Άλλωστε, η «εξάρτηση» δεν είναι μία θετική κατάσταση.

Ενδεικτικές Πηγές:
Santos, J.A.C. (2000) “Bank capital regulation in contemporary banking theory: A review of the literature”, BIS Working Papers No 90
De Larosiere Report (2009)

The Turner Review (2009)

[δημοσιεύθηκε στο The Economist (Ειδικές Εκδόσεις Καθημερινής)]