Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Το ενθαρρυντικό νέο από την Ευρώπη

Τα ενθαρρυντικά νέα των τελευταίων ημερών από την Ευρώπη δεν προέρχονται τόσο από την εκλογή του κου Hollande στη Γαλλία και τις προσδοκίες που αυτή έχει δημιουργήσει σε αρκετούς. Ωστόσο, η προσέγγιση του «μικρού καλαθιού» είναι η πιο ενδεδειγμένη. Άλλωστε για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι γνωστή η στροφή του συντρόφου κου Mitterrand, ο οποίος, μετά την πολλά υποσχόμενη «σοσιαλιστική» εκλογή του το 1982, προσαρμόστηκε στις ανάγκες της ευρωπαϊκής οικονομίας (και στις κυρίαρχες μονεταριστικές ιδέες) και εφάρμοσε μια σκληρή αντιπληθωριστική πολιτική. Αντίστοιχη, βέβαια, στροφή -χωρίς όμως τη διάθεση δημοσιονομικής εγκράτειας των γάλλων εταίρων- είχε γίνει και στην Ελλάδα με την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, που κάποτε ανήκαν «στο ίδιο συνδικάτο».

Το θετικό νέο προέρχεται από τη Γερμανία και ειδικότερα από την κυβέρνηση της κας Merkel και τα εργατικά συνδικάτα (και οι εργοδότες) της χώρας, καθώς αποφασίστηκαν και συμφωνήθηκαν οι αυξήσεις των μισθών κατά μέσο όρο περίπου 6%, ενώ εκφράστηκε η διάθεση από κυβερνητικές πηγές να υπάρξουν περαιτέρω αυξήσεις στη συνέχεια. Αυτή η στροφή στην εισοδηματική πολιτική σταματά την αυστηρή πολιτική «συγκράτησης» μισθών από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, συνεπικουρούμενη, φυσικά, και από τη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκή Κεντρικής Τράπεζας που ήταν σε μεγάλο βαθμό στα μέτρα της γερμανικής οικονομίας (βλ. και παλαιότερο «η οικονομική αλληλεγγύη στην ΟΝΕ (αλλά) σε όρους ασκούμενης πολιτικής…»), με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της παραγωγής της γερμανικής οικονομίας και την καθήλωση των πληθωριστικών πιέσεων (περί αντιπληθωριστικής εμμονής βλ. και «ο άγνωστος “Π” της Γερμανίας» του Χρήστου Τσαπακίδη). Το αποτέλεσμα της εν λόγω επιλογής, μεταξύ και άλλων πολιτικών, ήταν η ανταγωνιστική ενδυνάμωση της Γερμανίας έναντι των άλλων εταίρων της και, κυρίως, αυτών του Nότου της Ευρώπης, όπου προσανατολίζονται σε διαφορετικά παραγωγικά πεδία από αυτά της Γερμανίας.

Έτσι, η συγκράτηση της ζήτησης των νοικοκυριών της Γερμανίας μεταφράστηκε σε μείωση της εξωτερικής ζήτησης (εισαγωγές, δαπάνες για τουρισμό, κ.α.), ενώ η συγκράτηση των τιμών μεταφράστηκε σε βελτίωση της (αγοραστικής) ελκυστικότητας των γερμανικών προϊόντων, εντός και εκτός, χώρας, ακόμα και για οικονομίες χαμηλότερων εισοδηματικών δυνατοτήτων, όπως αυτές του Νότου της Ευρώπης, που δεν δίστασαν (σχηματικά) να «δανειστούν» για να καλύψουν τις δικές τους εξωτερικές αδυναμίες. Φυσικά, υπάρχουν και άλλοι πολλοί παράγοντες -πέραν της μισθολογικής δαπάνης- που συνέβαλλαν στην αύξηση της γερμανικής ανταγωνιστικότητας που δεν έχουμε την ευχέρεια να το αναλύσουμε εδώ. Όπως, και να έχει, όμως, η ψαλίδα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μεταξύ της Γερμανίας (και άλλων κρατών-μελών του Βορρά) και των κρατών-μελών του Νότου διευρύνθηκε μετά τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας.

Η αύξηση των μισθών στη Γερμανία, λοιπόν, αναμένεται να αυξήσει την εσωτερική και εξωτερική ζήτηση της πιο δυναμικής οικονομίας της Ευρωζώνης, δημιουργώντας άμεσα και έμμεσα αναπτυξιακά αποτελέσματα στους άλλους εταίρους της. Και εάν αυτό συνοδευτεί από μία μικρή χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, διατηρώντας το επιτόκιο στο ίδιο επίπεδο για λίγο ή ίσως και μειώνοντάς κατά ελάχιστο, μπορεί να δημιουργηθεί μία μικρή ώθηση από την πλευρά της ζήτησης ώστε να μην εισέλθει η Ευρωζώνη σε περίοδο ύφεσης. Αφήνοντας, δηλαδή, λίγο κάποιες ιδέες του κου Keynes να μπουν στην ευρωπαϊκή λογική. Μόνο, όμως, για λίγο και μόνο από την πλευρά των «ισχυρών» οικονομιών που έχουν την ευχέρεια αυτή λόγω της δημοσιονομικής τους ευρωστίας. Από την πλευρά των «αδυνάτων» δεν νομίζω πως υπάρχουν περιθώρια απόκλισης από τους στόχους της δημοσιονομικής προσαρμογής, παρά μόνο περιθώρια ώστε να καταστεί η προσαρμογή χρονικά πιο ήπια (αφού χάθηκε το αρχικό momentum). Και αυτό διότι, το πρόβλημα των οικονομιών του Νότου της Ευρωζώνης, όπως και της Ελλάδας, είναι από την πλευρά της προσφοράς, γι αυτό και χρειάζεται μια ριζική αναδιάρθρωση των παραγωγικών και αναπτυξιακών τους μοντέλων. Προς την κατεύθυνση αυτή, θα ήταν σημαντικό η κοινότητα, μεταξύ πολλών άλλων, να προχωρήσει το θέμα των «project-bonds» και να θεσπίσει νέους διαύλους άμεσης παροχής αναπτυξιακών «πακέτων», ώστε να αντισταθμιστούν οι υφεσιακές επιπτώσεις στις χώρες της δημοσιονομικής προσαρμογής.


Βέβαια, καθοριστική σημασία σε μια τέτοια προσπάθεια θα έχει η διάθεση και η βούληση των κρατών-μελών του Νότου να προχωρήσουν στην αναδιάρθρωση. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα και για την Ελλάδα, για την οποία ως ελπίσουμε να υπάρξει ιδιαίτερη κοινοτική μέριμνα για αναπτυξιακή βοήθεια. Προς το παρόν, όμως, καλύτερα ας ελπίσουμε να αποφασίσουμε πρώτα ότι θέλουμε να μείνουμε στο ευρώ…Οψόμεθα…

(δημοσιεύθηκε στο www.propolitix.gr)