Σε μία ιδιαίτερα έντονη προεκλογική
περίοδο, όπως η τρέχουσα, ακούγονται διάφορα από τους εκπροσώπους των κομμάτων
και τους υποψηφίους. Και αυτά που ακούγονται, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της
τρέχουσας συγκυρίας, συχνά αγγίζουν ή και ξεπερνούν τα όρια της συνομωσιολογίας,
του λαϊκισμού (χρόνια παθογένεια) και της δημαγωγίας. Σε αυτό το κλίμα, λοιπόν,
ακούγεται συχνά η φράση «…μας παίρνουν τα λεφτά οι τοκογλύφοι…», εννοώντας
τους δανειστές της χώρας στην παρούσα φάση και όχι διαχρονικά. Χωρίς να γίνει
αναφορά στο ζήτημα του δημοσιονομικού εκτροχιασμού, της αποτυχίας της πολιτικής
του Μνημονίου και του εγκλωβισμού της χώρας στα σημερινά αδιέξοδα, είναι
χρήσιμο να παρατεθούν συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με το κόστος δανεισμού της
χώρας τα τελευταία χρόνια.
Ξεκινώντας από το 2009, η τότε
κυβέρνηση, σύμφωνα με σχετικό βιβλίο του αρμόδιου υπουργού,
είχε καλύψει τις δανειακές ανάγκες του Δημοσίου με μέσο σταθμικό επιτόκιο στο
4%. Στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, το Δημόσιο, το Μάρτιο του 2010, δανείστηκε από
τις αγορές μέσω δεκαετούς κοινοπρακτικού
ομολόγου με απόδοση στο 6,25%, λίγο καιρό πριν κατευθυνθεί η χώρα στην
πρώτη δανειακή σύμβαση και το πασίγνωστο Μνημόνιο. Το επιτόκιο της πρώτης
δανειακής σύμβασης το Μάιο του 2010 διαμορφώθηκε, χωρίς ουσιαστική
διαπραγμάτευση, κοντά (λίγο χαμηλότερα ίσως) στο 5%, με την πρόβλεψη τα δάνεια
που έληγαν πέραν της τριετίας να αυξάνονται κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Και στη
συνέχεια, η χώρα, όπως όλοι γνωρίζουμε, παρέμεινε εκτός αγορών και δανειζόταν
βραχυπρόθεσμα με έντοκα γραμμάτια του ελληνικού Δημοσίου, ενώ τα spreads συνέχιζαν τον ανήφορο και παρέμεναν εκεί.
Η πορεία αυτή του αποκλεισμού από τις αγορές συνεχίστηκε -παρά τις εκτιμήσεις
για έξοδο το 2012- και η χώρα οδηγήθηκε σε αναδιάρθρωση
και «κούρεμα» του δημόσιου χρέους και στη δεύτερη δανειακή σύμβαση με
μέσο κουπόνι για τα πρώτα οκτώ χρόνια του προγράμματος στο 2,6% και για την 30ετία
στο 3,6%.
Ωστόσο, είναι τουλάχιστον άτοπη η αναφορά
σε «τοκογλύφους», όταν οι χώρες που μας δανείζουν με 2,6% δανείζονται, όπως η
Ισπανία και η Ιταλία, κατά πολύ ακριβότερα, μιας και πλέον οι αποδόσεις των
δεκαετών τους ομολόγων κινούνται πάνω από το 6% (στην περίπτωση της Ισπανίας πρέπει
να υπολογίσουμε στη συνάρτηση της εγχώριας κρίσης και το πρόβλημα με τα
τραπεζικά ιδρύματα). Και φυσικά, δεν είναι μόνο τα κράτη-μέλη του ευρωπαϊκού Νότου
που ανησυχούν, αλλά και αυτά του Βορρά, αφού και η «ΑΑΑ» Ολλανδία έχει
δυσκολευτεί κατά την προηγούμενη περίοδο να αντλήσει τα κεφάλαια που ήθελε από
τις αγορές. Έτσι, εάν εξαιρέσουμε το κόστος δανεισμού του πρώτου Μνημονίου, που
ήταν όντως υπερβολικά υψηλό για αλληλέγγυους εταίρους (!!!), σήμερα η Ελλάδα
δανείζεται πολύ φτηνότερα από τους δανειστές της, και έχει επίσης εξασφαλίσει
τη δανειοδότηση, ενώ αυτοί όχι.
Βέβαια, με ποιο (ιδιαίτερα βαρύ)
τίμημα έχει πετύχει ο ελληνικός λαός αυτή τη δανειακή σύμβαση και με ποιες
θυσίες θα πρέπει να την διατηρήσει είναι ένα άλλο θέμα. Είναι κάτι που
σχετίζεται με τα διαχρονικά γνωστά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, αλλά
και την οικονομική (κυρίως δημοσιονομική) πολιτική που ακολουθήθηκε στο πλαίσιο
του προγράμματος δανειακής στήριξης. Είναι θέμα της οικονομικής πολιτικής που
σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο διατηρεί αυτό το φαύλο κύκλο δημοσιονομικών
ελλειμμάτων και ύφεσης.
Και αυτή η λάθος και
αναποτελεσματική οικονομική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει προς το παρόν
κερδισμένους, καθώς, πέραν των άλλων, υπάρχουν ορισμένα κρατικά χρεόγραφα που
αποκτούνται από τις αγορές με σχεδόν μηδενική ή ακόμη και αρνητική απόδοση. Και
αυτό το παράδοξο (;) οφείλεται στην πρωτοφανή αβεβαιότητα στην ευρωπαϊκή αγορά
που ωθεί τους επενδυτές στα πιο «σίγουρα» ομόλογα. Και αυτά τα ομόλογα είναι τα
γερμανικά. Εάν σε αυτή την εξέλιξη συνυπολογίσουμε τα οφέλη που αποκομίζουν σε
όρους ζήτησης οι γερμανικές εξαγωγικές εταιρείες λόγω της συγκράτησης της
συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ (έναντι των άλλων ισχυρών νομισμάτων) σε
χαμηλά επίπεδα ή σε όλο και χαμηλότερα (λόγω της πτώσης), είναι εύκολο να διαπιστωθεί
ποιοι είναι οι “winners” του παιγνίου που βιώνει
η ελληνική, αλλά και η ευρωπαϊκή οικονομία.
Σίγουρα, λόγω των ιδιαιτεροτήτων και
των παθογενειών της ελληνικής οικονομίας, αλλά και των άλλων γειτονικών οικονομιών,
τα κράτη-μέλη του Νότου θα ήταν αναπόφευκτα οι “losers”
του παιγνίου. Αλλά πόσο ακόμη να μεγαλώσει η «ήττα» τους; Πρέπει, συνεπώς,
άμεσα να αλλάξει ο προσανατολισμός της ευρωπαϊκής πολιτικής και να επιδιωχθεί
πραγματικά η σύζευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής με την ανάπτυξη. Άμεσα
πρέπει η ευρωπαϊκή οικονομία να απεγκλωβιστεί από τα μυωπικά προσωρινά
συμφέροντα των “winners” και να μπει λίγο
νερό -ανάπτυξης και ευρωπαϊκής αλληλεγγύης- στο κρασί της. Ή καλύτερα στην μπίρα
τους…
(δημοσιεύθηκε στο www.propolitix.gr)