Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Προς μια Τραπεζική Ένωση

(άρθρο στο The Economist, με Γιάννη Τσικριπή**)

Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007/2008 ανέδειξε με τον πλέον σαφή τρόπο τα κενά στην εποπτεία της ευρωπαϊκής τραπεζικής αγοράς, συνιστώντας την αφετηρία για μια σειρά σημαντικών θεσμικών και κανονιστικών μεταρρυθμίσεων για τη διαμόρφωση ενός επαρκούς και εύρωστου εποπτικού πλαισίου στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε σε ένα σημαντικό βήμα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, προτείνοντας, στις 12 Σεπτεμβρίου του 2012, την ανάθεση των εποπτικών αρμοδιοτήτων για όλες τις τράπεζες της Ευρωζώνης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), επιδιώκοντας επί της ουσίας την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στο ευρώ και τις ευρωπαϊκές τράπεζες. 

Πέραν του κοινού εποπτικού φορέα, το παζλ της τραπεζικής ένωσης, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής, συνθέτουν (α) τα εναρμονισμένα ταμεία εγγύησης καταθέσεων, (β) το ενιαίο πλαίσιο εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης τραπεζών, και (γ) η πλήρης εναρμόνιση των εποπτικών κανόνων για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Η Επιτροπή, μέσω της εν λόγω μεταρρύθμισης, σκοπεύει να «σπάσει» την αλληλοτροφοδοτούμενη δυσμενή διασύνδεση μεταξύ κρατών (δημοσίων ελλειμμάτων και χρεών) και τραπεζών (προβλημάτων ρευστότητας και βιωσιμότητας), διότι επιπλέον θα δίνεται η δυνατότητα στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), αφού ξεκινήσει η λειτουργία του ενιαίου εποπτικού φορέα, να ανακεφαλαιοποιήσει απευθείας τις τράπεζες στην Ευρωζώνη χωρίς να ενσωματώνεται το ποσό αυτό στο χρέος της κάθε χώρας.

Στην Ελλάδα, η σφοδρή δημοσιονομική κρίση, είχε σοβαρές επιπτώσεις στην κερδοφορία, την κεφαλαιακή επάρκεια και τη ρευστότητα των Ελληνικών τραπεζών. Πέραν των δυσθεώρητων ζημιών από τις απομειώσεις στο χαρτοφυλάκιο των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πλαίσιο του PSI+, το σημαντικότερο πλήγμα για τις εγχώριες τράπεζες προήλθε από τη σημαντική εκροή καταθέσεων και την έλλειψη πρόσβασης στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Όπως είναι γνωστό, ο σημαντικότερος «φόβος» επενδυτών και αποταμιευτών που οδήγησε στις πιέσεις στην ρευστότητα των Ελληνικών τραπεζών, είναι το απευχές σενάριο εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη. Ενδεικτικά, σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), από τις αρχές του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2012, υπήρξε εκροή καταθέσεων της τάξης του 25%. Η σημαντική αυτή εκροή ρευστότητας είχε άμεσο αντίκτυπο στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και σε συνδυασμό με τα «σκληρά» δημοσιονομικά και φορολογικά μέτρα των δύο προηγούμενων ετών, οδήγησε στη σημερινή «ασφυξία» ρευστότητας. Ταυτόχρονα, οδήγησε στη σημαντική αύξηση του κόστους άντλησης καταθέσεων για τις τράπεζες, μέρος της οποίας μετακυλήθηκε στους δανειολήπτες, ιδιώτες και επιχειρήσεις. Έτσι, σήμερα, οι ελληνικές επιχειρήσεις λειτουργούν με μειονέκτημα έναντι των ξένων ανταγωνιστών λόγω του υψηλού κόστους χρηματοδότησης, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις, η έλλειψη κεφαλαίων κίνησης ή η μη αποδοχή εγγυητικών επιστολών από ελληνικές τράπεζες, μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα, ακόμα και για τις εξωστρεφείς επιχειρήσεις.

Για την περίπτωση της Ελλάδας, μια ολοκληρωμένη τραπεζική ένωση στην Ευρώπη, εκτιμάται ότι δύναται μερικώς να αποσυνδέσει τις Ελληνικές τράπεζες από τις δημοσιονομικές εξελίξεις και να οδηγήσει σε επιστροφή των καταθέσεων εντός του τραπεζικού συστήματος και σταδιακή επαναφορά της πρόσβασης στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πρόοδο στην υλοποίηση του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής από την Κυβέρνηση και την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, θα εδραιώσει τη θέση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και θα αποτελέσει το έναυσμα για την πλήρη αναστροφή της τρέχουσας δυσμενούς κατάστασης στην οικονομία. Τα οφέλη, φυσικά, θα είναι ιδιαίτερα θετικά σε όρους μείωσης του δημοσίου χρέους σε περίπτωση που μελλοντικά το κόστος ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών αναληφθεί από τον ΕΜΣ.

Από τα προαναφερθέντα καθίσταται κατανοητό ότι προαπαιτούμενο για να υπάρξουν οφέλη τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και για την Ελλάδα και τις Ελληνικές τράπεζες, είναι η τραπεζική ένωση να λειτουργήσει στην πλήρη της μορφή, συμβάλλοντας, συνάμα, στην προσπάθεια δημοσιονομικής ενοποίησης της Ευρωζώνης. Προς την κατεύθυνση αυτή, είναι απαραίτητο το εγχείρημα να συνοδευτεί από ένα πανευρωπαϊκό Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, αλλά και ένα ισχυρό δημοσιονομικό μηχανισμό στήριξης (fiscal backstop), καθώς σήμερα, ο ΕΣΜ, με κεφάλαια ύψους 500 δισ. ευρώ, δεν επαρκεί για να καλύψει τυχόν κατάρρευση μεγάλων τραπεζών στην Ευρώπη. Παράλληλα και μεταξύ άλλων, η απόδοση τραπεζικής άδειας στον ΕΣΜ ώστε να χρηματοδοτηθεί από την ΕΚΤ, και η επιβολή φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών αποτελούν ορισμένες από τις προτάσεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί ώστε να μην υπομείνουν ξανά οι φορολογούμενοι το κόστος από τη διάσωση τραπεζών και ο τραπεζικός τομέας.


Οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποτελούν ακόμα ένα βήμα στο μακρύ δρόμο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το οποίο δεν πρέπει να ατονήσει ή να αποδομηθεί από τα επιμέρους συμφέροντα διαφόρων κρατών-μελών. Και αυτό διότι η επιβίωση του ευρώ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πλήρη και εύρωστη λειτουργία της τραπεζικής ένωσης στην Ευρώπη. 

**Τράπεζα της Ελλάδος και Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι απόψεις που διατυπώνονται στο παρόν άρθρο δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα αυτές της Τράπεζας της Ελλάδος.

[δημοσιεύθηκε στο The Economist (Ειδικές Εκδόσεις Καθημερινής)]