Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Η οικονομική αλληλεγγύη στην ΟΝΕ (αλλά) σε όρους ασκούμενης πολιτικής…

(άρθρο στο ELIAMEP Blog)

Η διαχείριση της τρέχουσας – αρχικά χρηματοπιστωτικής και εν συνεχεία οικονομικής – κρίσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), και δη την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), δύναται να χαρακτηριστεί, με αρκετή επιείκεια, ως κατώτερη της δυναμικής που προσέδωσε στην Ένωση το εγχείρημα της νομισματικής ολοκλήρωσης. Και αυτό διότι, η απουσία διάθεσης των κρατών-μελών της Ευρωζώνης να προωθήσουν τη δημοσιονομική ενοποίηση, παράλληλα με τη νομισματική, μετατράπηκε, τα τελευταία δύο κρίσιμα για τη βιωσιμότητα της ΟΝΕ χρόνια, σε απουσία οικονομικής αλληλεγγύης, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην καθυστερημένη και ασαφή αντίδραση, στη διστακτικότητα των θεσμικών εξελίξεων για την οικονομική διακυβέρνηση, στα περιορισμένα σε εύρος πακέτα σωτηρίας, και στην οικονομική φιλοσοφία (και μείγμα μέτρων) των προγραμμάτων που συνοδεύουν τα εν λόγω πακέτα. 
Μία οικονομική φιλοσοφία που – ορθώς – έχει ως βασικούς άξονες τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη νομισματική (πληθωριστική) εγκράτεια και σταθερότητα, με την πρώτη, όμως, να επιτελεί ρόλο διασφάλισης της δεύτερης και όχι τόσο αξιοποίησης της αναπτυξιακής δυναμικής που αυτή εμπεριέχει. Μιας δυναμικής που φαίνεται να είναι απαραίτητη, τουλάχιστον, σε στιγμές οικονομικής (ασύμμετρης) διαταραχής, αφού (ή όσο) οι αντισταθμιστικοί μηχανισμοί της “άριστης νομισματικής περιοχής” (κινητικότητα εργασίας και κεφαλαίου) παραμένουν ουτοπικοί. Η αδιαφορία, συνεπώς, για τη χρηστικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής, πέρα από τον επικουρικό της ρόλο στην επίτευξη των στόχων της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αλλά και για το μείγμα πολιτικής που προωθείται για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, δημιουργεί ανησυχία για την αποτελεσματικότητα και, κυρίως, για τις συνέπειες της ακολουθούμενης πολιτικής από τις τρέχουσες κοινοτικές δομές οικονομικής (υποτυπώδους) διακυβέρνησης για την αντιμετώπιση της κρίσης. Και, κυρίως, της κρίσης στις οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου.

Οι Αργείτης και Κορατζάνης (2011), στο πρόσφατο βιβλίο τους με τίτλο “Οικονομική Πολιτική Σταθεροποίησης και Αστάθεια στην ΟΝΕ”, αναπτύσσουν μία κριτική επιχειρηματολογία – από μία Κεϋνσιανής προέλευσης οπτική – για το ακολουθούμενο μοντέλο “νέας συναίνεσης” της πολιτικής σταθεροποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας, αναλύοντας και εξετάζοντας τις παραδοχές της ακολουθούμενης προσέγγισης, τις οποίες και χαρακτηρίζουν ως μη ρεαλιστικές. Ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις ενός αναπτυξιακού προτύπου που θα βασίζεται στην (ενισχυμένη) ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών και στη συμπίεση της εσωτερικής ζήτησης, η οικονομική πολιτική σταθεροποίησης επιδιώκει τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος συμπίεσης μισθών και τιμών ώστε το προϊόν να είναι εξαγωγικά ανταγωνιστικό. Βασικό συστατικό για τη διαμόρφωση του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος αποτελεί η νομισματική πολιτική, η οποία επιδιώκει την επίτευξη του πληθωρισμού-στόχου (> ή = του 2%) με εργαλείο το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ.

Ωστόσο, σε μία νομισματική ένωση (με δεδομένη την απώλεια του εργαλείου της συναλλαγματικής πολιτικής) η αδυναμία των παραγωγικά και (κυρίως) εξαγωγικά αδυνάτων κρατών-μελών της να ακολουθήσουν αυτή την ανταγωνιστική κούρσα δημιουργεί (νέες) πιέσεις για δημοσιονομική επέκταση. Και στις περιπτώσεις κρατικοκεντρικών οικονομιών (αφού τα αντανακλαστικά της οικονομίας σε επιλογές πολιτικής διαφέρουν ανάλογα με τα δομικά χαρακτηριστικά του κάθε μοντέλου καπιταλιστικής οργάνωσης), όπως αυτή της Ελλάδας όπου το πολιτικοκοινωνικό σύστημά της επιθυμεί (και επιδιώκει σε κάθε στιγμή) την εύκολη επέκταση του κύκλου εργασιών του (πελατειακού) κράτους ως αντιστάθμισμα του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας του εγχώριου προϊόντος, η επέκταση γίνεται μη βιώσιμος δημοσιονομικός εκτροχιασμός. Και σ’ αυτό το σημείο, εντοπίζεται η τεράστια ευθύνη των περιφερειακών κρατών και, ειδικότερα, η αποτυχία των πολιτικοοικονομικών τους συστημάτων. Η Ελλάδα αποτελεί χαρακτηριστικό case study διεθνούς ενδιαφέροντος.

Ευθύνονται, όμως, και οι εταίροι των περιφερειακών αυτών κρατών της ΕΕ, αφού η απουσία αλληλεγγύης στην οικονομική πολιτική συνοδεύτηκε από μία ιδιότυπη μεροληψία – θα τολμούσαμε να πούμε – των επιλογών της νομισματικής πολιτικής προς τις επιθυμίες των οικονομικά ισχυρών οικονομιών της Ευρωζώνης. Αυτό –ανατρέχοντας σε παλαιότερη εργασία στο πλαίσιο του μαθήματος “Οικονομική και Νομισματική Ένωση” του ΠΜΣ “Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές”– κατέδειξε ο Kool (2005), “τρέχοντας” τον κανόνα του Taylor για τα επιλεγμένα επιτόκια της ΕΚΤ για κάθε επιμέρους ευρωπαϊκή οικονομία. Ειδικότερα, υποστήριξε πως τα επιτόκια της ΕΚΤ ανταποκρίνονται στις αναπτυξιακές επιθυμίες των ισχυρών οικονομιών (βλ. Γερμανία), και όχι σε αυτές των μη ανταγωνιστικών οικονομιών της περιφέρειας, οι οποίες, συνεχώς, διεύρυναν – μετά την ένταξη στην ΟΝΕ και πριν την κρίση – το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τους προς όφελος των αυξανόμενων εμπορικών πλεονασμάτων των ισχυρών και ανταγωνιστικών οικονομιών. Και, κατ’ επέκταση, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των χωρών αυτών συνέβαλλαν στη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων των μη ανταγωνιστικών οικονομιών.

Τα πρώτα χρόνια, λοιπόν, της ΟΝΕ χαρακτηρίζονται, παράλληλα με τη σημαντική ατολμία των μη ανταγωνιστικών περιφερειακών οικονομιών της Ένωσης να απεγκλωβιστούν από τις δομικές παθογένειες των αναπτυξιακών τους προτύπων, από μία υποβόσκουσα έλλειψη αλληλεγγύης. Αυτή κατέστη περισσότερο από εμφανής με το ξέσπασμα και την επέκταση της δημοσιονομικής κρίσης στα περιφερειακά κράτη-μέλη της ΟΝΕ. Τότε έγιναν – εκ του αποτελέσματος – αισθητές και οι αδυναμίες της οικονομικής φιλοσοφίας που διέπει το οικοδόμημα της ΟΝΕ και του θεσμικού εξοπλισμού αυτής, αφού αδυνατεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εξόδου της ευρωπαϊκής οικονομίας (στο σύνολό της) από την κρίση. Η εφαρμογή του μοντέλου της “νέας συναίνεσης”, με την απόλυτη εκδοχή αυτού που θέλει την προσήλωση στους στόχους της δημοσιονομικής προσαρμογής, άσχετα με το μείγμα των μέτρων επίτευξης αυτής, ενδέχεται να οδηγεί υπό τις τρέχουσες συνθήκες σε φαύλο κύκλο ύφεσης. Η εφαρμογή του Προγράμματος Οικονομικής Στήριξης της Ελλάδας αποτελεί, ίσως, μία χαρακτηριστική περίπτωση, αφού η επιδιωκόμενη προσαρμογή – λόγω του μείγματος αυτής – αφενός δεν καταφέρνει να περιορίσει τις πιέσεις δημοσιονομικής επέκτασης και αφετέρου δημιουργεί περαιτέρω υφεσιακή δυναμική (βλ. συνεχείς αποκλίσεις από τους στόχους και τις εκτιμήσεις).

Συνεπώς, στη δίνη μιας δημοσιονομικής κρίσης των κρατών-μελών μιας νομισματικά ενοποιημένης αγοράς που χαρακτηρίζεται, όμως, από δομικές “αποτυχίες” και μεγάλα θεσμικά “κενά”, η αυστηρή εμμονή (προσήλωση) της οικονομικής φιλοσοφίας της ΟΝΕ μόνο στον “αριθμητή” του προβλήματος των περιφερειακών οικονομιών – δημόσια ελλείμματα – ίσως πρέπει να αναθεωρηθεί, δίνοντας (κάποια) προσοχή και στον “παρονομαστή” του προβλήματος – προϊόν. Μία τέτοια στροφή της προσοχής της κοινότητας και προς την επαναδραστηριοποίηση της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας σε όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες, προϋποθέτει τη (σχετική) μεταβολή της τρέχουσας οικονομικής φιλοσοφίας – ίσως όχι όσο ριζοσπαστικά προτείνει το “Μανιφέστο των ανήσυχων οικονομολόγων” των Askenazy et al. (2010) – και τη διαμόρφωση μιας οικονομικής αλληλεγγύης σε όρους ασκούμενης κοινοτικής πολιτικής. Και όχι σε όρους αρωγής της τελευταίας στιγμής για την ακριβή – λόγω των υψηλών επιτοκίων – κάλυψη των δανειακών αναγκών των υπερχρεωμένων οικονομιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως η Ελλάδα [βλ. Κουτσιαράς, 2011, για ανάλυση σχετικά με τη βελτίωση όρων δανειακής αρωγής από την “τρόικα” προς την Ελλάδα].

Μέσο-μακροπρόθεσμα, η οικονομική αλληλεγγύη σε όρους κοινοτικής πολιτικής μεταφράζεται στη σταδιακή δημοσιονομική ενοποίηση της ΟΝΕ, ώστε, παράλληλα με τη διατήρηση της προσήλωσης στη μακροοικονομική σταθερότητα και την προώθηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας (και) των περιφερειακών οικονομιών, να διαμορφωθεί ένας κοινοτικός μηχανισμός ανακατανομής του οικονομικού οφέλους που διαμορφώνεται στην Ευρωζώνη. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν θα άρεσε στους –ενδεχομένως σκεπτόμενους μυωπικά – ψηφοφόρους των ισχυρών οικονομιών της ΟΝΕ. Ωστόσο, στο τέλος της ροής του οικονομικού οφέλους θα ήταν και αυτοί κερδισμένοι. Η αποδοχή αυτού του μακροπρόθεσμου παιγνίου θετικού αθροίσματος για τα κράτη-μέλη μιας δημοσιονομικά συντονισμένης και ολοκληρωμένης ΟΝΕ από την Ευρώπη, προϋποθέτει την πρόθεση για περαιτέρω πολιτική ενοποίηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ώστε να “νομιμοποιηθεί” η (μερική) μεταφορά άσκησης δημοσιονομικής σε κοινοτικό επίπεδο και να καταστεί πιο αποτελεσματικός ο δημοσιονομικός συντονισμός. Και, βέβαια, η προώθηση της δημοσιονομικής (και παράλληλα ως ένα βαθμό πολιτικής) ενοποίησης (συντονισμού) της ΟΝΕ θα αποτελέσει το προαπαιτούμενο – όσο και να μην αναφέρεται με σαφήνεια – της αξιοποίησης κοινοτικών δημοσιονομικών εργαλείων, όπως το ευρωομόλογο [βλ. την ανάλυση του Gros (2011)].

Άμεσα και βραχυπρόθεσμα (ίσως και με τη μεγαλύτερη αναγκαιότητα), η οικονομική αλληλεγγύη σε όρους κοινοτικής πολιτικής μεταφράζεται στη διαμόρφωση ενός άμεσου και γενναίου “πακέτου” χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων και έργων για τις αδύναμες περιφερειακές οικονομίες της ΟΝΕ, το οποίο θα βασιστεί στην αξιοποίηση των πόρων από την έκδοση ειδικών (project) ευρωομολόγων, αλλά και στην αξιοποίηση άλλων κοινοτικών δομών και πολιτικών (Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, συρρίκνωση ή προσωρινή εξάλειψη της εθνικής συμμετοχής των διαρθρωτικών προγραμμάτων, κ.α.). Παράλληλα, υπό την προοπτική της ενδυνάμωσης της δημοσιονομικής ενοποίησης, το ενδεχόμενο έκδοσης ευρωομολόγων να είναι περισσότερο ρεαλιστικό και αποτελεσματικό, αντιμετωπίζοντας, έτσι, την κρίση χρέους που συγκλονίζει, κυρίως, τον ευρωπαϊκό Νότο. Βέβαια, και οι προαναφερθείσες εκδοχές φαίνεται να ανησυχούν τους εκπροσώπους των κρατών-μελών της ΟΝΕ που η έκδοση ενός ευρωομολόγου, μεταξύ άλλων, θα έπληττε το κόστος αναχρηματοδότησης του δικού τους δημοσίου χρέους, ή που η άντληση των χρηματοδοτούμενων πόρων θα επιβάρυνε τις οικονομίες τους. Ωστόσο, όπως έχει δείξει η οικονομική ιστορία και ειδικά η ευρωπαϊκή οικονομική ιστορία, ο δανειστής ή ο χρηματοδότης είναι εξίσου κερδισμένος με το δανειζόμενο ή το χρηματοδοτούμενο. Ίσως, και ένας επιπόλαιος χρηματοδοτούμενος να είναι λιγότερο κερδισμένος εάν δεν καταφέρει να αξιοποιήσει αποδοτικά τους πόρους που του διατίθενται (βλ. Ελλάδα).

Εν κατακλείδι, λοιπόν, η επίτευξη οικονομικής αλληλεγγύης σε όρους ασκούμενης πολιτικής στην ΟΝΕ ώστε να ανακάμψει σταδιακά προϋποθέτει την απόφαση όλων να συμμετέχουν στη δημοσιονομική ολοκλήρωσή της, (α) προχωρώντας (στις περιπτώσεις των μικρών-περιφερειακών κρατών-μελών, βλ. Ελλάδα, Πορτογαλία, κ.α.) στις δομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν την παραγωγική δραστηριότητα της οικονομίας και τη λειτουργία του δημοσίου τομέα των κρατών-μελών (πιο) ανταγωνιστική, (β) περιορίζοντας βραχυπρόθεσμα (στις περιπτώσεις των μεγάλων-κεντρικών κρατών-μελών, βλ. Γερμανία) μέρος της χρηματοδοτικής τους ευχέρειας λόγω της αύξησης του κόστους δανεισμού και της αύξησης των διατιθέμενων προς την περιφέρεια πόρων, αλλά αυξάνοντας μεσοπρόθεσμα τα οφέλη από την άμεση διασύνδεση της παραγωγικής τους διαδικασίας με αυτή της ανακάμπτουσας περιφέρειας, και (γ) μεταφέροντας (στις περιπτώσεις όλων των κρατών-μελών) σημαντικό μέρος της δημοσιονομικής τους κυριαρχίας σε μία κοινοτική δομή αυστηρού, αλλά, συνάμα, και ευπροσάρμοστου στις εξελίξεις και στις ιδιαιτερότητες κάθε κράτους-μέλους οικονομικού συντονισμού.

Παρόλο, που και οι τρεις αποφάσεις είναι σημαντικές και αλληλεξαρτώμενες για την επιτυχία, η τελευταία είναι αυτή που λογικά θα έβρισκε (ή βρίσκει) ουσιαστικά τη μεγαλύτερη αντίδραση από όλες τις πλευρές, καθώς… ποιός πολιτικός θα εκχωρούσε το βασικό εργαλείο της ασκούμενης πολιτικής του; Ποιός θα εκχωρούσε την κυριαρχία του “ταμείου” του; Ποιός θα εκχωρούσε (ίσως) το εργαλείο των πελατειακών σχέσεων κάθε πολιτικοοικονομικού συστήματος; Ποιός θα εκχωρούσε το εργαλείο της επανεκλογής του; Ίσως κανείς. Αλλά και να το εκχωρούσε… προκύπτει το ζήτημα σε ποιον να το εκχωρήσει την ώρα που το έλλειμμα ηγεσίας και οράματος στην ΕΕ είναι ιστορικό.

Όπως και να έχει, για να είναι κάποιο εγχείρημα βιώσιμο δεν πρέπει να παραμένει ημιτελές. Και το ευρώ είναι ημιτελές. Έτσι, λοιπόν, η οικονομική ολοκλήρωση είναι το βήμα για να καταστεί το ευρώ βιώσιμο και για να συνεχίσει να αποτελεί το νόμισμα όλων των κρατών-μελών της ΟΝΕ. Και, συνάμα, να συμβάλλει στην ευρωστία όλων των κρατών-μελών της ΟΝΕ. Αλλιώς…

Προτεινόμενη βιβλιογραφία:
Αργείτης Γ. και Α. Κορατζάνης (2011), Οικονομική Πολιτική Σταθεροποίησης και Αστάθεια στην ΟΝΕ, Εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα.
Askenazy et al. (2011), Μανιφέστο των Ανήσυχων Οικονομολόγων, Εκδ. Πόλις, Αθήνα.
Gros, D. (2011), Eurobonds: Wrong solution for legal, political, and economic reasons, Vox-eu.org, 24/08/2011.
Kool, J.M. C. (2005), “What Drives ECB Monetary Policy?” , Tjalling C. Koopmans Research Institute, Discussion Paper Series nr: 05-03. 
Koutsiaras, N. (2005), Understanding Economic and Monetary Union, Institute of European Integration and Policy, Metamesonykties Ekdoseis, Athens.

Κουτσιαράς, Ν. (2011), “Η θερινή σύνοδος των ασθμαινόντων…” , Θέσεις ΕΛΙΑΜΕΠ, 3/2011.

[δημοσιεύθηκε στο ΕΛΙΑΜΕΠ (εδώ) και στον ιστότοπο www.poleconomix.gr (εδώ)]