Τις
τελευταίες ημέρες διαβάζω δύο πράγματα. Το ένα είναι ο προ διετίας (μη
θεσμικός) τερματισμός της (αρχικά) τρικομματικής κυβέρνησης με αφορμή τη
διαδικασία της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπου ασχέτως της
υποψηφιότητας τα βασικά κόμματα της αριστεράς (ριζοσπαστική, δημοκρατική και
κομμουνιστική) δήλωσαν πρόθεση μη συναίνεσης και επιδίωξης εκλογών. Το δεύτερο
είναι η τρέχουσα (επί πενταετίας) συζήτηση πρωτοβουλιών για την ανασυγκρότηση
της κεντροαριστεράς, μετά την πολιτική συρρίκνωση του βασικού πολιτικού φορέα
της. Αναπόφευκτα, μου έρχεται στο μυαλό το 2009, όπου τότε o βασικός πολιτικός
φορέας της κεντροαριστεράς είχε τη θεσμικά πρωτοφανή στάση, από τη μία πλευρά,
να στηρίζει τον κοινά αποδεκτό υποψήφιο για την Προεδρία της Δημοκρατίας
(ανανέωση θητείας Κ. Παπούλια), και, από την άλλη πλευρά, να δηλώνει ότι θα τον
στηρίξει σε δεύτερη φάση αφού αρχικά θα αποσύρει τη στήριξή του για να πάει η
χώρα σε εκλογές.
Από την άλλη πλευρά, το αποτέλεσμα
είναι να μην υπάρχει η εκλογική βάση για να τους ακούσει, αφού το μεγαλύτερο
μέρος της ήταν "εθισμένο" σε αυτά τα στοιχεία και έχει μετατοπιστεί
προς τους πολιτικούς φορείς που τα διατήρησαν. Ίσως, συνεπώς, τη σημασία και την
συγκρότηση της κεντροαριστεράς να πρέπει να τη εκφράσουν νέα και ορεξάτα
στελέχη εμπνευσμένα από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, και όχι old school
κλασσικοί. Και αυτό γιατί ο σεβασμός στους θεσμούς, η πολιτική υπευθυνότητα και
η μάχη απέναντι στο λαϊκισμό είναι στοιχεία που διαμορφώνουν μία συγκεκριμένη
στάση πολιτικού βίου, που σφυρηλατείται με πράξεις και έργα. Και όχι με
εκδηλώσεις και δηλώσεις. Τουλάχιστον για να είναι πιστευτή και να κινητοποιήσει
μέρος του ορθολογικά σκεπτόμενου κόσμου.