(άρθρο στο περιοδικό Ευρωπαϊκή Έκφραση)
Η ενοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών
αγορών αποτελεί διακαή πόθο των ιθυνόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), καθώς
καθίσταται καθοριστικός παράγοντας για τη συνέχιση και την αποτελεσματικότητα
της διαδικασίας οικονομικής ολοκλήρωσης της ΕΕ, ωφελώντας σημαντικά τόσο τους
καταναλωτές επενδυτικών υπηρεσιών όσο και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις
εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ενίσχυση της
ενοποίησης και της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού
συστήματος, χωρίς, όμως, ο βαθμός ενοποίησης να είναι ο ίδιος σε κάθε αγορά.
Μεγαλύτερη ολοκλήρωση παρουσιάζουν οι αγορές χρήματος και κεφαλαίου, ενώ
ιδιαίτερα μικρή είναι η ενοποίηση της τραπεζικής αγοράς, η οποία στην Ευρωζώνη
περιορίζεται στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές (Σ&Ε), καθώς η
άμεση διασυνοριακή πίστη παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα (Kaas, 2004; Baele et al, 2004). Την
τελευταία δεκαετία έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια οι
διασυνοριακές Σ&Ε, αλλά υπολείπονται σημαντικά των Σ&Ε που
πραγματοποιούνται σε εθνικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των διασυνοριακών
Σ&Ε επί του συνόλου των Σ&Ε στην Ευρωζώνη αυξήθηκε από το 7,5% το 1997
σε 24,1% το 2005, ενώ το ποσοστό του ενεργητικού των ξένων θυγατρικών επί του
συνόλου του ενεργητικού στην Ευρωζώνη σχεδόν διπλασιάστηκε για την περίοδο 1997
– 2005 (ECB, 2006).
Αντίθετα, ιδιαίτερα χαμηλός είναι ο βαθμός ολοκλήρωσης στην άμεση διασυνοριακή
πίστη στην Ευρωζώνη, αφού την τελευταία δεκαετία τα υποκαταστήματα ξένων
τραπεζών (χωρών της ΕΕ) και ο δανεισμός από τα αντίστοιχα ιδρύματα αυξήθηκαν
οριακά. Ειδικότερα, το ποσοστό των ξένων υποκαταστημάτων στις χώρες της ΟΝΕ επί
του συνόλου αυξήθηκε από 0,19% το 1997 σε 0,26% το 2006, ενώ το ποσοστό του
ενεργητικού των ξένων υποκαταστημάτων επί του συνόλου του ενεργητικού αυξήθηκε
την περίοδο 1997 – 2005 κατά 0,21 ποσοστιαίες μονάδες. Η ελάχιστη αυτή αύξηση
οφείλεται στην ανάπτυξη της διασυνοριακής επενδυτικής τραπεζικής, καθώς οι
μεγάλες επιχειρήσεις είναι αυτές που αξιοποιούν σταδιακά τις δυνατότητες που
τους προσφέρει η ενοποιητική διαδικασία. Αντίθετα, το επενδυτικό κοινό των
κρατών-μελών προτιμά τις συναλλαγές με τα εγχώρια ιδρύματα, διατηρώντας στάσιμη
τη λιανική τραπεζική αγορά στην Ευρωζώνη. Απόδειξη του ιδιαίτερα μικρού βαθμού
ολοκλήρωσης της λιανικής τραπεζικής είναι και η μεγάλη απόκλιση που
παρουσιάζουν τα επιτόκια των σχετικών χορηγήσεων μεταξύ των ιδρυμάτων των χωρών
της Ευρωζώνης. Μεγαλύτερη είναι η απόκλιση στα καταναλωτικά δάνεια, η οποία το
πρώτο εξάμηνο του 2006 πλησίασε οριακά τις 120 μονάδες βάσης (ECB, 2006).
Η περιορισμένη ενοποίηση των ευρωπαϊκών
τραπεζικών αγορών αποδίδεται στις διαφορές κάθε οικονομίας ως προς το
κανονιστικό πλαίσιο του χώρου και τα δομικά του χαρακτηριστικά,
συμπεριλαμβάνοντας τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και την ασύμμετρη
πληροφόρηση (Papaioannou, 2005). Το φαινόμενο της ασύμμετρης πληροφόρησης αποτελεί
σημαντικό παράγοντα διαφοροποίησης μεταξύ επενδυτικής και λιανικής τραπεζικής,
επηρεάζοντας σημαντικά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθώς,
λόγω του οικονομικού τους μεγέθους και των λοιπών χαρακτηριστικών τους, είναι
επιρρεπή σε ασύμμετρη πληροφόρηση. Το ίδιο, όμως, δεν ισχύει για τις μεγάλες
επιχειρήσεις (Koutsiaras, 2005).
Επιπρόσθετα, εντοπίζονται εμπόδια αναφορικά με την προσφορά των
χρηματοπιστωτικών προϊόντων που αποτρέπουν τη διασυνοριακή επέκταση των
τραπεζών στην Ευρωζώνη, περιορίζοντας τη δυναμική της ευρωπαϊκής λιανικής
τραπεζικής αγοράς (Pebereau, 2005). Τα εμπόδια αυτά
ενδέχεται να δημιουργούνται από την έλλειψη πολιτικής βούλησης και την κρατική
παρεμβατικότητα στην τραπεζική αγορά (περιπτώσεις εξαγοράς των ιταλικών Banco Nazionale del Lavoro και Banca Antonveneta, 2005), τη διάρθρωση και το ανταγωνιστικό περιβάλλον των αγορών, το
γραφειοκρατικό και φορολογικό καθεστώς σε κάθε χρηματοπιστωτική αγορά και,
κυρίως, τη διαφοροποίηση του νομοθετικού και ρυθμιστικού καθεστώτος των
τραπεζικών συστημάτων (το οποίο στην περίπτωση της λιανικής τραπεζικής
ποικίλλει ως προς την αυστηρότητα για τις αλλοδαπές τράπεζες με το πρόσχημα της
προστασίας των μικρών καταθετών),(Cottrell, 2006). Έτσι, οι τράπεζες που
είναι αρκετά αποδοτικές και κερδοφόρες στη χώρα προέλευσής τους δυσκολεύονται
σημαντικά να είναι εξίσου αποδοτικές σε ξένες αγορές, επηρεαζόμενες σημαντικά
από τα τοπικά δομικά χαρακτηριστικά και τον ανταγωνισμό των χωρών υποδοχής, με
αποτέλεσμα οι μειωμένες προσδοκίες για αποδοτικότητα και κερδοφορία να περιορίζουν
τις διασυνοριακές Σ&Ε και τις επεκτατικές κινήσεις (Bos and Schmiedel, 2006).
Η αναζήτηση των λόγων της περιορισμένης
ενοποίησης του τραπεζικού τομέα οδηγεί στη συζήτηση περί διαφορετικών μοντέλων
καπιταλιστικής οργάνωσης και δη στη συζήτηση για τα διαφοροποιημένα χρηματοπιστωτικά
συστήματα των κρατών-μελών της ΕΕ, τα δομικά χαρακτηριστικά των οποίων - σε
συνδυασμό με τις σχέσεις αυτών με το κράτος και την πολιτική εξουσία -
επηρεάζουν καθοριστικά τη μορφή της οικονομίας, την αναπτυξιακή διαδικασία και
την οικονομικοκοινωνική σταθερότητα (Pagoulatos, 2003 ; Whitley, 1998). Οι ευρωπαϊκές
χρηματοπιστωτικές αγορές διαφοροποιούνται ως προς α) την επιλογή πηγών
χρηματοδότησης των επενδυτικών δραστηριοτήτων, β) το νομοθετικό και κανονιστικό
πλαίσιο, γ) την κρατική παρεμβατικότητα, δ) το ρόλο των τραπεζικών ιδρυμάτων
στην οικονομία και στον καθορισμό των επιτοκίων και ε) το βαθμό ανάπτυξης της
τραπεζικής αγοράς. Ο εντοπισμός συγκρίσιμων διαφοροποιήσεων επιτρέπει την
ταξινόμηση των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών σε μοντέλα χρηματοπιστωτικής
οργάνωσης, τα οποία ανάλογα με το βασικό στοιχείο της διαφοροποίησης δύνανται
να είναι τρία ή τέσσερα – ενδεχομένως και πέντε μετά τις δύο τελευταίες
διευρύνσεις της ΕΕ (Zysman, 1983; Story and Walter, 1997; Cemat, 2002). Πρόσφατη
μελέτη σχετικά με το βαθμό ενοποίησης του τραπεζικού τομέα της Ευρωζώνης των Sorensen και Gutierrez (2006)
υποστηρίζει πως η εισαγωγή του ευρώ ενδυνάμωσε το διασυνοριακό ανταγωνισμό και
τις διασυνδέσεις μεταξύ των τραπεζών της Ευρωζώνης, δημιουργώντας, ουσιαστικά,
μία διαδικασία δομικής σύγκλισης των τραπεζικών κλάδων των χωρών. Σύμφωνα με τα
αποτελέσματα της μελέτης, η Ευρωζώνη είναι πλέον περισσότερο ομοιογενής
αναφορικά με τον τραπεζικό τομέα μετά την εισαγωγή του κοινού νομίσματος. Η
ομοιογένεια αυτή παρουσιάζεται μεγαλύτερη στις χώρες της Κεντρικής και Δυτικής
Ευρώπης (η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τη Γερμανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, την
Αυστρία, την Ιταλία και την Ολλανδία, ενώ πρόσφατα τείνουν να συγκλίνουν και η
Φιλανδία με την Ιρλανδία στο βαθμό ομοιογένειας της ομάδας), ενώ εμφανίζεται
μία άλλη ομάδα με σημαντικό βαθμό ομοιογένειας που περιλαμβάνει τις χώρες της
Νότιας Ευρώπης (η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει την Ισπανία και την Πορτογαλία,
ενώ τα τελευταία χρόνια και η Ελλάδα πλησιάζει το βαθμό ομοιογένειας της
συγκεκριμένης ομάδας).
Παράλληλα με την εισαγωγή του κοινού
νομίσματος σημαντική είναι και η προώθηση της θεσμικής και ρυθμιστικής
εναρμόνισης των ευρωπαϊκών αγορών. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 η
Επιτροπή προσπάθησε να θέσει τις βασικές αρχές για το ρυθμιστικό πλαίσιο των
τραπεζικών αγορών δίχως ουσιαστικά αποτελέσματα, ενώ οι προσπάθειες
εντατικοποιήθηκαν το 1999 με το Πρόγραμμα Δράσης για τις Χρηματοπιστωτικές
Υπηρεσίες (FSAP), στόχος
του οποίου είναι η άρση των όποιων νομοθετικών-ρυθμιστικών εμποδίων. Η
καθυστέρηση της εφαρμογής του FSAP οδήγησε στην υιοθέτηση μίας μεθοδολογίας
τεσσάρων επιπέδων για τη σύγκλιση των ρυθμιστικών κανόνων των κρατών-μελών
(Lamfalussy Process). Παράλληλα
με τις παραπάνω πρωτοβουλίες, η Επιτροπή προχώρησε στην «κοινοτικοποίηση» του νέου
Συμφώνου της Επιτροπής της Βασιλείας με την Οδηγία για την Κεφαλαιακή Επάρκεια
(CAD ΙΙ),
αποσκοπώντας στη διασφάλιση της σταθερότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού χώρου
και στην εξάλειψη αρκετών κανονιστικών εμποδίων. Η θεσμική και ρυθμιστική
εναρμόνιση των χρηματοπιστωτικών αγορών μέσω του «νέου» κοινοτικού κανονιστικού
πλαισίου (FSAP, Lamfalussy
Process και CAD ΙΙ) φαντάζει
ως το ύστατο μέσο για την επίτευξη του στόχου της χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης,
η αποτελεσματικότητα του οποίου όμως προσκρούει στη διαφοροποιημένη διάρθρωση
των ευρωπαϊκών αγορών, καθώς οι διαφορετικές μορφές καπιταλιστικής οργάνωσης συμβάλλουν
καθοριστικά στη διαφοροποίηση της αντίδρασης και προσαρμογής των ευρωπαϊκών
συστημάτων στις νέες ρυθμίσεις.
Η ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής τραπεζικής αγοράς
είκοσι δύο χρόνια μετά τις πρώτες κοινοτικές Οδηγίες έχει προχωρήσει με μικρά
βήματα σε σχέση με τις υπόλοιπες χρηματοπιστωτικές αγορές και με ακόμη
μικρότερα σε σχέση με τους υπόλοιπους κλάδους των ευρωπαϊκών οικονομιών. Η
καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη δομική διαφοροποίηση των ευρωπαϊκών
χρηματοπιστωτικών συστημάτων, η σύγκλιση των οποίων θα ενισχύσει σημαντικά την
ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αγοράς. Με δεδομένη, σύμφωνα με τις
πρόσφατες μελέτες, τη θετική συνεισφορά του κοινού νομίσματος στη διαδικασία
ολοκλήρωσης, το πεδίο που χρήζει μελέτης και διερεύνησης είναι οι επιπτώσεις
του «νέου» ενιαίου θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου στις δομικά
διαφοροποιημένες ευρωπαϊκές αγορές αναφορικά με τη σύγκλιση ή την απόκλιση (;)
αυτών.
Ωστόσο, η σύγκλιση των δομικών
χαρακτηριστικών μίας οικονομίας είναι μία χρονοβόρα και δύσκολη διαδικασία, γεγονός
που μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε πως ο δρόμος για την ολοκλήρωση της
ευρωπαϊκής τραπεζικής αγοράς είναι ακόμα μακρύς…
Βιβλιογραφία
Baele, L., A. Ferrando, P. Hordahl, E. Krylova and C. Monnet (2004)
“Measuring European financial integration”, Oxford Review of Economic Policy,
Vol. 20, No. 4, 509 – 530.
Bos, J. W. B. and H. Schmiedel (2006) "Is there a single frontier in a
single European banking market?," ECB Working Paper Series 701, European Central Bank.
Cemat, L. (2002), “Institutions and Economic Growth: Which model of
capitalism for Central and Eastern Europe?”, Journal
for Institutional Innovation, Development and Transition, Vol 6. 18 – 34.
Cottrell, R. (2006) “Thinking Big”, The Economist, 20/5/2006
ECB (2006) EU
banking structures, October, European Central Bank
ECB (2006) EU
banking sector stability, November, European Central Bank.
Kaas, L. (2004) " Financial
market integration and loan competition: when is entry deregulation socially
beneficial?”, ECB Working Paper Series 403, European Central Bank.
Koutsiaras, N. (2005) Understanding Economic and Monetary Union, Institute
of European Integration and Policy, Metamesonykties Ekdoseis, Athens.
Papaioannou, E. (2005), “What drives international bank flows? Politics,
institutions and other determinants”, ECB Working Paper No 437, February, European Central Bank.
Pagoulatos, G. (2003) Greece’s New Political Economy: State, Finance and
Growth from Postwar to EMU, Basingstoke/ Hampshire and New York, Palgrave
Macmillan (in association with St Anthony’s College, Oxford).
Pebereau, M. (2005) “Priorities for the Completion of Europe’s Financial
Services Markets Integration”, Δελτίο Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, Γ’ Τριμηνία, 11 – 22.
Sørensen, C. K. and J. M. P. Gutiérrez (2006) “Euro area banking sector
integration - using hierarchical cluster analysis techniques”, ECB Working Paper Series 627, European Central Bank.
Story, J. and I. Walter (1997) Political Economy of Financial
Integration in Europe, Manchester University Press, Manchester.
Whitley, R. (1998) Divergent Capitalisms. The social structuring and
change of business systems, Oxford University Press.
Zysman, J. (1983) Governments, Markets and Growth. Financial systems and
the politics of industrial change, Cornall University Press, Ithaca and London.
(δημοσιεύθηκε στο τεύχος 66 του Ευρωπαϊκή Έκφραση, εδώ)