Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Κοινωνική συνεννόηση και βιώσιμη ανάπτυξη

(άρθρο στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος)

Μετά από μία δύσκολη δεκαετία, η ελληνική οικονομία φιλοδοξεί να ξεπεράσει τη φάση της ύφεσης και της κρίσης. Μία φάση κατά την οποία η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε, με επώδυνο, δυστυχώς, τρόπο, όλες τις παθογένειες του εγχώριου κρατικιστικού και υπερκαταναλωτικού αναπτυξιακού υποδείγματος. Μία φάση που δομήθηκε σε τρία κύματα ύφεσης, που συνοδεύτηκε από τρία προγράμματα χρηματοδοτικής στήριξης και ευρείας προσαρμογής, που χαρακτηρίστηκε από τη μεγαλύτερη διαγραφή και «ρύθμιση» δημοσίου χρέους, αλλά και που σείστηκε από τεκτονικές αλλαγές στο κοινωνικό και πολιτικό στερέωμα. Ήδη στην αρχή της φάσης κατέστη ξεκάθαρο ότι το παρωχημένο αναπτυξιακό μας πρότυπο είχε καταρρεύσει ή -καλύτερα- κατέρρεε. Το άμεσο ζητούμενο, συνεπώς, ήταν να καταφέρει η χώρα να ξεφύγει από τη δύσκολη θέση που είχε βρεθεί μέσα από την αλλαγή του προτύπου της. Δηλαδή, να γίνει πράξη το σύνθημα «να γίνει η κρίση ευκαιρία».

Το ζητούμενο αυτό παραμένει, αν και έχουν γίνει βήματα που δεν πρέπει να παραγνωριστούν. Το θετικό είναι ότι έχει, τουλάχιστον, εδραιωθεί σε ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ότι το εγχώριο πρότυπο πρέπει να αλλάξει για να εισέλθει η οικονομία σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης. Ωστόσο, αν και οι περισσότεροι συμφωνούν, πλέον, ότι πρέπει να αλλάξει το εγχώριο υπόδειγμα, δυστυχώς, δεν έχουμε ακόμα -μετά από μία δεκαετία- οδηγηθεί σε μία ευρύτερη σύγκλιση και συμφωνία επί ενός εθνικού σχεδίου για να επιτευχθεί αυτή η αλλαγή. Φυσικά, για να καταλήξουμε σε ένα εθνικό σχέδιο για τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο θα πρέπει, επιτέλους, να υπάρξει -ως προαπαιτούμενο- κοινωνική συνεννόηση και διάθεση δημιουργικής σύνθεσης απόψεων, αφήνοντας στην άκρη -όλοι οι δρώντες- μικροσυμφέροντα και ιδεοληψίες και προτάσσοντας ως βασική επιδίωξη το εθνικό συμφέρον. Ή, καλύτερα, την εθνική επιβίωση.

Προς αυτή την κατεύθυνση, με το αναπληρωτή καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Γ. Οικονομίδη και για λογαριασμό της διαΝΕΟσις, προχωρήσαμε στην κατάρτιση σχετικής μελέτης με στόχο τον εντοπισμό, μέσα από την εκτενή ανάλυση επιστημονικών κειμένων και κειμένων πολιτικής, των βασικών πεδίων στα οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί σύγκλιση των κοινωνικών εταίρων στο πλαίσιο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ). Συγκεκριμένα, η μελέτη αναλύει τις διαφορετικές απόψεις πάνω σε κρίσιμους τομείς οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, όπως αυτές έχουν εκφραστεί κατά καιρούς από εκθέσεις και γνωμοδοτικές αναλύσεις των ίδιων των κοινωνικών εταίρων, των διεθνών οργανισμών, και των ερευνητικών ινστιτούτων. Η ανάλυση της μελέτης επικεντρώθηκε στα κρίσιμα πεδία που επηρεάζουν ουσιαστικά την ανάπτυξη: της δημόσιας διοίκησης, της φορολογικής πολιτικής και φορολογικής διοίκησης, της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος, των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, της αγοράς εργασίας, της κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου, των κλάδων με ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα για την ελληνική οικονομία, της εκπαίδευσης, της έρευνας, της τεχνολογικής αναβάθμισης και καινοτομίας και της υγείας.

Από την ανάλυση προκύπτει η δυνατότητα ομαδοποίησης των παραπάνω πεδίων οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας σε δύο μεγάλες κατηγορίες, με κριτήριο την πιθανολογούμενη δυνατότητα επίτευξης συναινέσεων στα διάφορα ζητήματα ανά πεδίο.Στην πρώτη ομάδα ανήκουν τα πεδία (α) της δημόσιας διοίκησης (π.χ. αναδιάρθρωση δομών και φορέων, δημιουργία συστήματος περιγραφής, στοχοθέτησης και αξιολόγησης θέσεων στελεχών του δημοσίου, εδραίωση ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, κ.ά.), (β) της φορολογικής πολιτικής και φορολογικής διοίκησης (π.χ. αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, υιοθέτηση απλού, σταθερού και αναπτυξιακού φορολογικού συστήματος, χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές, κ.ά.), (γ) του δικαστικού συστήματος (π.χ. μείωση μεγάλου βάρους εκκρεμών υποθέσεων, εφαρμογή ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, προώθηση διαδικασιών εξωδικαστικού συμβιβασμού, ταχεία απονομή δικαιοσύνης, κ.ά.), (δ) των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών (π.χ. άρση εμποδίων στην επιχειρηματικότητα, απελευθέρωση επαγγελμάτων, μείωση γραφειοκρατίας, κ.ά.), (ε) του χρηματοπιστωτικού συστήματος (π.χ. βελτίωση πλαισίου εξυγίανσης και πτώχευσης, περιορισμένων «κόκκινων» δανείων, κ.ά.), (ζ) των κλάδων με συγκριτικό πλεονέκτημα, (η) της εκπαίδευσης, της έρευνας, της τεχνολογικής αναβάθμισης και καινοτομίας (π.χ. σύνδεση παραγωγής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, αύξηση εκπαιδευτικών πόρων, ενίσχυση της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, κ.ά.) και, τέλος,(θ) της υγείας (π.χ. νέες τεχνολογίες και ψηφιακές πλατφόρμες στα νοσοκομεία, ενδυνάμωση πρωτοβάθμιας φροντίδας, εξορθολογισμός αναλογίας ιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού, εκσυγχρονισμός διοίκησης νοσοκομείων, κ.ά.). Στα εν λόγω πεδία προκύπτει ότι είναι δυνατή η επίτευξη ευρείας και ισχυρής συναίνεσης, ενώ υπάρχουν ακόμα διαστάσεις των συγκεκριμένων πεδίων, ιδιαίτερα όταν η συζήτηση πάει σε περισσότερο εξειδικευμένες προτάσεις, όπου χρειάζεται ακόμα προσπάθεια για να γεφυρωθούν οι υφιστάμενες διαφορετικές προσεγγίσεις. Μεγαλύτερη είναι η απόκλιση στα πεδία της δεύτερης ομάδας, στα οποία περιλαμβάνονται η αγορά εργασίας, το σύστημα κοινωνικής προστασίας και κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και η αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας.

Η μελέτη, συνεπώς, κατέδειξε ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο για επίτευξη κοινωνικής συνεννόησης και διαμόρφωσης ευρύτατων συναινέσεων πάνω σε μια σειρά από ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία και την οικονομία μας. Μία συνεννόηση που θα συμβάλλει στη σταδιακή διαμόρφωση μιας κουλτούρας γόνιμου και δημιουργικού κοινωνικού διαλόγου -που τόσο έχει ανάγκη η πατρίδα μας- και στην προετοιμασία του εδάφους για συνεννόηση ακόμα και σε ζητήματα των οποίων η συναινετική διαχείριση φαντάζει, τουλάχιστον προς το παρόν, αδιανόητη. Σίγουρα, βέβαια, η κοινωνική συνέννοηση δεν είναι κάτι εύκολο. Είναι, όμως, κάτι αναγκαίο για να αφήσουμε την κρίση πίσω μας, αλλά και κρίσιμο για να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες των νεότερων και επόμενων γενεών που «απαιτούν» ένα σύγχρονο, εξωστρεφές, ανταγωνιστικό, αλλά και συνεργατικό αναπτυξιακό υπόδειγμα.

Όσο δύσκολο και να φαίνεται, πρέπει να συζητήσουμε, να προσπαθήσουμε και να συμφωνήσουμε για αυτή την αλλαγή του υποδείγματός μας. Μια αλλαγή για να δημιουργηθούν συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης και ευημερίας για όλους τους πολίτες. Διότι αν δεν επιτευχθεί αυτή η αλλαγή, είναι πιθανό η επόμενη αντίστοιχη επώδυνη περίοδος να είναι μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Η Ελλάδα, συνεπώς, την επομένη των «μνημονίων» θα πρέπει να χαρακτηριστεί από αυτή την αλλαγή, ώστε η μεγάλη μας κρίση να αποτελέσει, κάποια στιγμή, διδαχή και ιστορία. Όσο και αν φαντάζει δύσκολο το εγχείρημα, σίγουρα δεν είναι ανέφικτο.