Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Οινοποιητικός Κλάδος στη Μαγνησία: Ειδικός Φόρος και Στρεβλώσεις

(άρθρο στην εφημερίδα Λαός του Αλμυρού)

Ο οινοποιητικός κλάδος της Μαγνησίας περιλαμβάνει σημαντικές οινοποιητικές επιχειρήσεις στην περιοχή του Αλμυρού και της Νέας Αγχιάλου –τόσο συνεταιριστικούς οργανισμούς, όσο και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Πρόκειται για ένα κλάδο, που αν και έχει δείξει μία ιδιαίτερη δυναμική, έχει επηρεαστεί σημαντικά από την φορολόγηση των προϊόντων αυτού τα τελευταία χρόνια. Την τελευταία περίοδο έχει έρθει ξανά στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης η ειδική φορολόγηση στο αλκοόλ, σε συνέχεια τόσο των εξελίξεων αναφορικά με τη φορολόγηση του κρασιού, όσο και παρεμβάσεων εκπροσώπων των παραγωγικών κλάδων και τεχνοκρατών. Πρόκειται για μία φορολόγηση -μέσω του ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ)- που παράλληλα με τα κοινώς παραδεκτά οφέλη που έχει, είτε για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, είτε (κυρίως) για τα δημόσια έσοδα, έχει και συγκεκριμένα μειονεκτήματα. Ένα από τα βασικά μειονεκτήματα είναι η δημιουργία έντονων στρεβλώσεων στη λειτουργία μίας αγοράς. Αυτές οι στρεβλώσεις είναι μεγάλες σε περιπτώσεις αγορών που, από τη μία πλευρά, παρουσιάζουν έντονες φορολογικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των υποκατάστατων και των ανταγωνιστικών αγαθών και, από την άλλη πλευρά, χαρακτηρίζονται από μεγάλες θεσμικές αδυναμίες στο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς και στους μηχανισμούς ελέγχου (βλ. παραοικονομία). Αυτό, λοιπόν, είναι και το βασικό μειονέκτημα που εντοπίζεται στην περίπτωση του ΕΦΚ στο κρασί και στο τσίπουρο και πλήττει τις οινοποιητικές επιχειρήσεις στη Μαγνησία.

Συγκεκριμένα, στη χώρα μας ο ΕΦΚ στο κρασί και στο τσίπουρο αυξήθηκε σημαντικά την περίοδο 2010-2016. Έτσι, ο ΕΦΚ έφτασε στο τσίπουρο, το 2011, τα 12,75 ευρώ ανά λίτρο αιθυλικής αλκοόλης ή 5,1 ευρώ ανά λίτρο τελικού προϊόντος και στο κρασί, το 2016, τα 0,20 ευρώ ανά λίτρο τελικού προϊόντος (από 0,00 ευρώ αρχικά). Το αποτέλεσμα ήταν, παράλληλα με την ύφεση και την άνθησης της «μαύρης» αγοράς, να μειωθούν οι πωλήσεις κατά 50% την περίοδο 2009-2016. Εστιάζοντας στα επιμέρους προϊόντα αλκοόλ, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, (1) μεγάλη πτώση, κοντά στο 50%, σημείωσαν τα αλκοολούχα και το ούζο, (2) μικρή μείωση σημείωσε η μπύρα, κοντά στο 10%, παρουσιάζοντας ενδιαφέρουσες αντοχές ως κλάδος (βλ. μικροζυθοποιία), (3) μικρή (καταγεγραμμένη) μείωση είχε το τσίπουρο, κοντά στο 10%, παρουσιάζοντας τάσεις ανόδου μετά το 2012, ενώ (4) το κρασί παρουσίασε αύξηση κοντά στο 3%. Αυτό που προκύπτει, λοιπόν, είναι ότι κατά την περίοδο του αυξημένου ΕΦΚ, η κατανάλωση μετατοπίστηκε προς τη μπύρα, το τσίπουρο και το κρασί είτε άμεσα (βλ. πωλήσεις λόγω τιμής), είτε έμμεσα (βλ. επιλογές διασκέδασης), ενώ αξίζει να σημειωθεί πως από αυτά τα τρία προϊόντα το κρασί ήταν ο μεγάλος κερδισμένος, καθώς αύξησε το μερίδιό του στην κατανάλωση κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες.

Έτσι, από το 2016 επιβλήθηκε ΕΦΚ και στο κρασί, επιδιώκοντας τη δημιουργία δημοσίων εσόδων κοντά στα 24 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, εκτίμηση η οποία είναι κατώτερη των αρχικών προσδοκιών. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό κανονιστικό καθεστώς για το μη αφρώδες κρασί, μόνο στο κρασί επιτρέπεται σε κράτη-μέλη της ΕΕ να έχουν μηδενικό ΕΦΚ, δηλαδή να μην έχουν ειδική φορολόγηση. Το αποτέλεσμα είναι ότι το 50% των κρατών-μελών της ΕΕ έχει πράγματι μηδενικό ΕΦΚ στο κρασί - μεταξύ των κρατών-μελών αυτών (για το 2018) είναι η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Κύπρος και άλλες. Έτσι, η εν λόγω φορολόγηση, παράλληλα με την αδυναμία δημιουργίας ουσιαστικού δημοσιονομικού αποτελέσματος, έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση της ανταγωνιστικότητας σε σύγκριση με άλλα (γειτονικά) κράτη-μέλη με μηδενικό ΕΦΚ στο κρασί, και, φυσικά, τη δημιουργία συνθηκών στροφής της κατανάλωσης προς χύμα και μη τυποποιημένο κρασί. Αυτές οι εξελίξεις, δυστυχώς, οδηγούν στην επιδείνωση της ευρωστίας των οινοποιητικών επιχειρήσεων (συνεταιρισμών και ιδιωτών), μιας και η τιμή των προϊόντων τους αυξάνεται και η ανταγωνιστική τους θέση εντός ή εκτός της χώρας χειροτερεύει.

Προκύπτει, λοιπόν, ότι σε ένα αδύναμο θεσμικό και ελεγκτικό πλαίσιο, η επιβάρυνση της φορολογικής κατάστασης στο κρασί δημιουργεί νέα κίνητρα για αύξηση της παράνομης παραγωγής και διάθεσης κρασιού, και νέα επιδείνωση της οικονομικής θέσης και των προοπτικών των νόμιμων οινοποιητικών συνεταιρισμών και επιχειρήσεων. Τα παραπάνω, βέβαια, εντοπίζονται και στον κλάδο του τσίπουρου, όπου έχει δημιουργηθεί ένας μεγάλος χώρος κερδοσκοπίας από την παραγωγή χύμα και λαθραίου τσίπουρου, με αντίστοιχα μεγάλες αρνητικές επιπτώσεις στους νόμιμους οινοποιητικούς συνεταιρισμούς και επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, κύρια επιδίωξη πρέπει να είναι η προώθηση ενός μείγματος πολιτικής που θα συνδυάζει την προώθηση διαρθρωτικών και ελεγκτικών μεταρρυθμίσεων με τον φορολογικό εξορθολογισμό, που θα περιλαμβάνει, επιτέλους, και την (ευελπιστούμε δρομολογούμενη) κατάργηση του ΕΦΚ στο κρασί. Ένα μείγμα πολιτικής που θα οδηγήσει στην ενίσχυση επιχειρήσεων και συνεταιρισμών, στην αύξηση των φορολογικών εσόδων, στη συρρίκνωση του λαθρεμπορίου και της παράνομης παραγωγής, και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Επί της ουσίας, το ζητούμενο είναι ένα μείγμα πολιτικής που μέσα από την άρση των στρεβλώσεων θα επιτρέψει σε ένα δυναμικό παραγωγικό κλάδο της Μαγνησίας να επιβιώσει, να εξελιχθεί και να αναπτυχθεί, δημιουργώντας ευημερία όχι μόνο για τις επιχειρήσεις του κλάδου, αλλά για όλο το εύρος της περιοχής μας.