Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Μπροστά στην Πρόκληση του Brain Gain

(άρθρο στην εφημερίδα Μαγνησία)

Η ελληνική οικονομία, παρά τη συμπλήρωση μίας δεκαετίας σε ύφεση και κρίση, αλλά και την τυπική ολοκλήρωση των 3-plus προγραμμάτων στήριξης, δεν έχει καταφέρει, ακόμα, να προχωρήσει στη δομική αλλαγή του παρωχημένου αναπτυξιακού της προτύπου, το οποίο και κατέρρευσε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και οδήγησε τη χώρα στη γνωστή δύσκολη θέση. Μία από τις βασικές επιδιώξεις ενός σύγχρονου προτύπου θα έπρεπε να είναι η αποκατάσταση της έντονης διαγενεακής ανισότητας και αδικίας που παρατηρείται διαχρονικά και ενδυναμώθηκε καθοριστικά τα τελευταία χρόνια. Και αυτό διότι η κατανομή της προσαρμογής έγινε σε βάρος των νεότερων και επόμενων γενεών. Μία ανισοκατανομή μεταξύ των γενεών που παρατηρείται σε πολλές διαστάσεις της ελληνικής πραγματικότητας, όπως το άνισο ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα, το υψηλό και με μεγάλη ωρίμανση δημόσιο χρέος, οι  δυσκολίες εισόδου των νέων στην αγορά εργασίας, οι μη ελκυστικές συνθήκες ανάπτυξης νέας και καινοτόμου επιχειρηματικής δραστηριότητας, οι συνθήκες δύο (μισθολογικών) ταχυτήτων στο δημόσιο τομέα, ο μη εκσυγχρονισμός του δημόσιου μηχανισμού, οι αγκυλώσεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος, η επιβάρυνση του περιβάλλοντος και των συνθηκών διαβίωσης. Σε όλες αυτές τις διαστάσεις στους «χαμένους» βρίσκουμε τους νέους και τις επόμενες γενιές. Αν σε αυτά συνυπολογίσουμε τόσο την περαιτέρω γήρανση του πληθυσμού (και την επιβάρυνση στο κοινωνικό κράτος), όσο και τις δυσμενείς προοπτικές της οικονομίας, το πιθανότερο είναι να έχουμε διόγκωση του φαινομένου του brain drain.

Το brain drain ή -αλλιώς- η φυγή μορφωμένων νέων στο εξωτερικό -που υπολογίζεται ότι ξεπερνά τις 400.000- είναι δομικά η μεγαλύτερη πληγή για την οικονομία και την κοινωνία μας, με μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Και αυτό, όπως έχουμε συχνά σημειώσει στο Δίκτυο Διαγενεακής Δικαιοσύνης, συμβαίνει διότι ένα πολύ δυναμικό κομμάτι του ανθρώπινου δυναμικού της πατρίδας μας -στο οποίο η πατρίδα μας έχει επενδύσει μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος- φεύγει και δουλεύει στο εξωτερικό. Για την ακρίβεια, φεύγει και «μεγαλουργεί» (συχνά) στο εξωτερικό όπου «χτίζει» μία νέα σταδιοδρομία με σημαντικά εισοδήματα και μεγάλη συνεισφορά στην παραγωγική δραστηριότητα. Έτσι, η δημιουργικότητα αυτού του κομματιού του εγχώριου ανθρώπινου δυναμικού -στο οποίο η κοινωνία μας έχει επενδύσει- διοχετεύεται σε άλλες οικονομίες. Και, φυσικά, η απώλεια για την οικονομία μας έχει και άλλες διαστάσεις, αφού, από τη μία πλευρά, η εκροή εργατικού δυναμικού δεν μεταφράζεται σε εισροή χρηματικών εμβασμάτων όπως στο παρελθόν -ποιος ορθολογικός θα έστελνε τα χρήματά σου σε ένα τραπεζικό σύστημα υπό capital controls για τρία χρόνια. Και, από την άλλη πλευρά, δεν φαίνεται εύκολο αυτό το δυναμικό κομμάτι του ελληνισμού να επιστρέψει στην Ελλάδα τόσο σε όρους εισοδήματος, όσο και σε όρους ποιότητας και λειτουργίας του κράτους.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσπαθήσουμε να αντιστρέψουμε την κατάσταση. Αντιθέτως, πρέπει να προσπαθήσουμε να αποκαταστήσουμε την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών, να ανακόψουμε το brain drain, αλλά και να το αντιστρέψουμε σε brain gain (δηλαδή να επιστρέψουν όσοι έφυγαν). Μπορούμε να το κάνουμε επιχειρώντας, στο πλαίσιο ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος, (α) να αλλάξουμε και να μετατρέψουμε το πελατειακό μας κράτος σε ένα σύγχρονο, ανοικτό και κοινωνικό κράτος, (β) να διαμορφώσουμε τις συνθήκες για να μπορέσει ο ιδιωτικός τομέας να εναρμονιστεί με την 4η βιομηχανική επανάσταση που έρχεται και (γ) να εστιάσουμε στη δημιουργία ενός οικοσυστήματος καινοτομίας μέσα από μεταρρυθμίσεις και δράσεις για μεγάλες επιχειρήσεις, δημόσιους φορείς, πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα (βλ. δίκτυα καινοτομίας, διεθνείς συνεργασίες, πολιτική ενθάρρυνσης startups και καινοτομίας, πολιτικές για την προσέλκυση ταλέντου, αξιοποίηση πνευματικής ιδιοκτησίας, κ.α.). Παράλληλα, οφείλουμε να κρατήσουμε τους δεσμούς μας με τους συμπατριώτες μας της «γενιάς του brain drain», αρχικά επιτρέποντας τους να συμμετέχουν και να αποφασίσουν -με την ψήφο τους- για την πορεία της πατρίδας μας. Το στοίχημα είναι μεγάλο, το διακύβευμα τεράστιο, αλλά ο στόχος δεν είναι ανέφικτος. Αρκεί να προσηλωθούμε πραγματικά στην επίτευξη αυτού.