Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Διακυβέρνηση στην Ελλάδα των Μνημονίων

(άρθρο στην εφημερίδα Θεσσαλία)

Η Ελλάδα, πριν από λίγες ημέρες, ολοκλήρωσε τυπικά -και όχι ουσιαστικά- μία μακρά και επώδυνη περίοδο 99 μηνών, κατά την οποία η ελληνική οικονομία και κοινωνία βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Μία περίοδος που έχει την αφετηρία της στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και στον πυρήνα της βρίσκεται η κατάρρευση του παρωχημένου αναπτυξιακού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας. Μία περίοδος με τρία κύματα ύφεσης και καθήλωσης της εγχώριας οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας. Μία περίοδος 3-plus μνημονίων (όπως συνηθίζουμε στρεβλά να αποκαλούμε τα προγράμματα στήριξης), όταν όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης που βρέθηκαν σε αντίστοιχη δύσκολη θέση χρειάστηκαν ένα, μόλις, μνημόνιο. Μία περίοδος όπου η χώρα έλαβε την (ιστορικά και σχετικά) μεγαλύτερη χρηματοδοτική βοήθεια, αλλά και διαγραφή και ρύθμιση δημοσίου χρέους. Μία περίοδος που την ευρεία και επώδυνη οικονομική και δημοσιονομική προσαρμογή πλήρωσαν και πληρώνουν δυσανάλογα βαριά πολλοί πολίτες, αλλά και οι νεότερες και επόμενες γενιές. Μία περίοδος που σχετίστηκε με τεκτονικές αλλαγές στο εγχώριο κοινωνικό και πολιτικό στερέωμα, κατά τις οποίες ορισμένοι με «παραμύθια» δημιούργησαν καριέρες σε βάρος και στις πλάτες -πάλι- πολλών πολιτών, αλλά και της χώρας. Επρόκειτο για μία περίοδο για την οποία έχουν ξοδευτεί «τόνοι μελανιού» εντός και εκτός χώρας, αναζητώντας και αναλύοντας τι πήγε στραβά και η χώρα βρέθηκε σε αυτή τη θέση, τι συμβαίνει και η χώρα βρίσκεται για όλα αυτά τα χρόνια σε αυτή τη θέση και γιατί η χώρα δεν μπορεί να φύγει από αυτή τη θέση.

Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της συζήτησης ένας παράγοντας που αξίζει την προσοχή της ανάλυσης και διατρέχει τις απαντήσεις στα κομβικά ερωτήματα που προκύπτουν είναι η διακυβέρνηση της Ελλάδας και η διαχείριση της κατάστασης κατά την περίοδο των μνημονίων –όπως συνηθίζεται (έστω και παραπλανητικά) να αποκαλείται. Συγκεκριμένα, κατά τους 99 μήνες των μνημονίων:
(α) Τη διακυβέρνηση της χώρας είχαν έξι (6) προσωπικότητες, εκ των οποίων τη μεγαλύτερη περίοδο διαχείρισης είχαν ο κ. Α. Τσίπρας (42 μήνες), ο κ. Α. Σαμαράς (31 μήνες) και ο κ. Γ. Παπανδρέου (18 μήνες).
(β) Το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου οικονομικών -κομβικό υπουργείο για την υλοποίηση του προγράμματος- είχαν εννιά (9) προσωπικότητες, εκ των οποίων τη μεγαλύτερη περίοδο διαχείρισης είχαν ο κ. Ε. Τσακαλώτος (36 μήνες), ο κ. Γ. Στουρνάρας (23 μήνες), και ο κ. Γ. Παπακωνσταντίνου (13 μήνες).
(γ) Η πολιτική ροή της χώρας περιλάμβανε τέσσερις (4) εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις, δύο (2) υπηρεσιακές κυβερνήσεις, και μία (1) κυβέρνηση συνεργασίας με έντονη εξωκοινοβουλευτική παρουσία, ενώ από το πρώτο έτος και έπειτα της συγκεκριμένης περιόδου οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι μία μόνιμη κατάσταση.


Επί της ουσίας, η πορεία της διακυβέρνησης στη χώρα μας υποδηλώνει ότι το εγχώριο πολιτικό, αλλά και κοινωνικό, στερέωμα δεν κατάφερε, καθ’ όλη αυτή την περίοδο, να συγκλίνει και να συμφωνήσει σε ένα εθνικό σχέδιο που θα μπορούσε να βγάλει τη χώρα από αυτή τη δύσκολη θέση. Αλλά, αντιθέτως, η πολιτική ζωή της χώρας μας ταλανίστηκε από ένα μικροπολιτικό παίγνιο στο άξονα «μνημόνιο - αντιμνημόνιο» που αποτύπωνε το έλλειμμα ιδιοκτησίας -γνωστό ως ownership- μιας εθνικής προσπάθειας εξόδου της χώρας από την κρίση. Πρόκειται για ένα έλλειμμα ιδιοκτησίας που οδήγησε σε ένα ιδιαίτερα παράδοξο φαινόμενο, όπου ενώ η επιβάρυνση της κοινωνίας αυξάνονταν και η «αντιμνημονιακή» ρητορική κέρδιζε έδαφος στην κοινωνία, η κοινοβουλευτική στήριξη στα μνημόνια αυξήθηκε κάθε επόμενο μνημόνιο. Έτσι, το 1ο μνημόνιο το ψήφισαν δύο (2) κόμματα, το 2ο μνημόνιο το ψήφισαν τρία (3) κόμματα και το 3ο μνημόνιο το ψήφισαν πέντε (5) κόμματα. Όσο, δηλαδή, ευρέα τμήματα του εγχώριου πολιτικού και κοινωνικού στερεώματος δεν συνέκλιναν σε ένα σχέδιο για το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα που θα έβγαζε τη χώρα από την κρίση, τόσο το μνημόνιο και η επιτήρηση αυτού παρέμενε -δυστυχώς- η μόνη επιλογή. Και, κατ’ επέκταση, όσο δεν υπάρχει εθνικό σχέδιο για να ξεφύγουμε από την τρέχουσα «μουδιασμένη» κατάσταση, τόσο θα «παραμονεύει» η επιτήρηση για να μην επιστρέψουμε στην προηγούμενη πολύ δύσκολη θέση. Με λίγα λόγια, η ευχή που εκφράστηκε στην αρχή της περιόδου και ήθελε την κρίση να γίνει ευκαιρία για αλλαγή δεν έχει πραγματοποιηθεί. Παρ’ όλο που έγιναν κάποια σημαντικά μεταρρυθμιστικά βήματα, η κρίση, ως ένα βαθμό, παρέμεινε κρίση, με αποτέλεσμα η ίδια η λέξη να έχει χάσει το νόημά της. Η κρίση, συνεπώς, δεν θα γίνει ευκαιρία εάν ευρέα τμήματα του πολιτικού και κοινωνικού στερεώματος δεν αποφασίσουν ότι πρέπει να αλλάξει το εγχώριο αναπτυξιακό πρότυπο. Μια αλλαγή για να δημιουργηθούν συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης και ευημερίας για όλους τους πολίτες. Και αν δεν επιτευχθεί αυτή η αλλαγή, είναι πιθανό στην επόμενη αντίστοιχη επώδυνη περίοδο να ξεπεράσουμε το "κατώφλι" των 100 μηνών. Οπότε, η διακυβέρνηση στην Ελλάδα την επομένη των μνημονίων θα πρέπει να χαρακτηριστεί από αυτή την αλλαγή. Και, μάλιστα, άμεσα.