(άρθρο στην εφημερίδα Θεσσαλία)
Η πρόσφατη
κινητοποίηση στο Βόλο υπό το σύνθημα -grosso modo- «Όχι στην Καύση Σκουπιδιών» ήταν
ιδιαίτερα ενθαρρυντική διότι, αφενός, έδειξε την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση
σημαντικού μέρους της τοπικής μας κοινωνίας, και, αφετέρου, «ώθησε» (ουσιαστικά
ή όχι) σημαντικό μέρος του πολιτικού (και θεσμικού) κόσμου της περιοχής μας
προς αυτή την κατεύθυνση. Και θα γινόταν ακόμη πιο ενθαρρυντική εάν το σύνθημα
ήταν λίγο διαφορετικό. Έαν ήταν «Όχι στην Παραγωγή Σκουπιδιών», ή καλύτερα «Ναι
στην Ανακύκλωση Σκουπιδιών». Και αυτό διότι εάν ανακυκλώναμε τα σκουπίδια μας τόσο
στην πηγή, όσο και στη συνέχεια από ειδικές μονάδες, τόσο λιγότερη «πρώτη ύλη»
θα παράγαμε προς ταφή και προς άλλες μεθόδους διαχείρισης (όπως το RDF που μας αφορά).
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η διαχείριση απορριμμάτων περιλαμβάνει, με σειρά
περιβαλλοντικής σημασίας, την πρόληψη (να μην παράγουμε με τόση ευκολία
σκουπίδια), την επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση, την ταφή –και τη δημιουργία
εναλλακτικού καυσίμου αντί της ταφής.
Δυστυχώς, στο Βόλο ανακυκλώνεται από τους
πολίτες –σύμφωνα με την Οικολογική Εταιρεία Ανακύκλωσης– μόλις το 6%-7% των
απορριμμάτων –όχι, βέβαια ότι στην υπόλοιπη χώρα τα πράγματα είναι πολύ
καλύτερα. Εδώ, λοιπόν, εκτιμώ ότι είναι το ένα μέρος της ουσίας του προβλήματος
που αφορά την ποιότητα του περιβάλλοντος και της. Δηλαδή ότι δεν πρέπει να παράγουμε
τόσα πολλά σκουπίδια, που να μην ξέρουμε τι να τα κάνουμε. Άρα, μακάρι όλη αυτή
η κινητοποίηση να μετατραπεί σε μία συνείδηση που να συνοψίζεται στο «Όχι στην
Παραγωγή Απορριμμάτων» ή στο «Ναι στην Ανακύκλωση». Σίγουρα, βέβαια, δεν
αποτελεί ένα ιδιαίτερα ελκυστικό πεδίο για ευρύ ακτιβισμό, για δράσεις, αλλά
και για πολιτική «αξιοποίηση» (από ορισμένους). Αλλά αποτελεί την ουσία, και
οφείλουμε να την δούμε.
Τώρα, ως
προς το άλλο μέρος της ουσίας του προβλήματος, νομίζω ότι οι απαντήσεις θα πρέπει
άμεσα να δοθούν στην κοινωνία του Βόλου από την εμπεριστατωμένη μελέτη ειδικών
επιστημόνων (και όχι απλών φορέων), τη διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου χωρίς
ατέλειες και με προσαρμογές στα εγχώρια δεδομένα, την αυστηροποίηση των
ελεγκτικών διαδικασιών και απαιτήσεων, την ουσιαστική αξιοποίηση της διεθνούς
και ευρωπαϊκής εμπειρίας, και, φυσικά, τη δημουργία μίας πλατφόρμας συνεργασίας
και διαβούλευσης όλων των εμπλεκόμενων μερών (με έντονη τοπική διάσταση), για
να καταλήξουμε σε μία λύση. Τουλάχιστον, να προσπαθήσουμε, καθώς το περιβάλλον
και η υγεία μας αφορά όλους και έχει -εκτιμώ- την ίδια σημασία για όλους μας
χωρίς εκπτώσεις (από τον αγρότη στη Νέα Αγχίαλο, μέχρι τον εργαζόμενο στην
ΑΓΕΤ). Προς αυτή την κατεύθυνση θεωρώ ότι πρέπει να σταθούμε στην παρέμβαση του
Ιατρικού Συλλόγου (περιλαμβάνει κάποιες ενδιαφέρουσες προτάσεις, όπως τις
άκουσα στη συγκέντρωση), αλλά και σε μία (επικείμενη) εμπλοκή του Πανεπιστημίου
Θεσσαλίας. Βέβαια, όσο περισσότερο ανοίγουμε τη συζήτηση για τη βελτίωση της
ποιότητας του περιβάλλοντος, τόσο ανοίγουμε την ατζέντα και προς άλλες
περιπτώσεις επιβάρυνσης των συνθηκών στην περιοχή μας (βλ. ευρύτερη ρύπανση, νερό,
κ.ά.). Και πρέπει, φυσικά, να την ανοίξουμε, αναζητώντας
μία διατηρήσιμη λύση για τις περιβαλλοντικές συνθήκες της πόλης μας και το ποιοτικότερο
μέλλον των παιδιών μας.