(εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο «Συμμαχία Για
Την Επιχειρηματικότητα Και Ανάπτυξη Στη Δυτική Ελλάδα» | Πάτρα)
Το ζήτημα της χρηματοδότησης παραμένει, όπως
προκύπτει και από σχετικές έρευνες, ένα μεγάλο πρόβλημα για την εγχώρια επιχειρηματική
δραστηριότητα.
Αναλύοντάς το, θα σταθώ σε τρία σημεία.
Στα δομικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη
χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και, φυσικά, εκτείνονται πριν από την κρίση.
Στις δυσκολίες και στα προβλήματα που προέκυψαν
κατά την κρίση. Και σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, σε μία
προσπάθεια διευθέτησης του ζητήματος.
Ποια ήταν και –σε μεγάλο βαθμό– είναι τα χαρακτηριστικά
του χρηματοδοτικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα;
Η χώρα μας χαρακτηρίζεται από ένα τραπεζοκεντρικό
χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπου οι τράπεζες κατέχουν το 90% του συστήματος και
είναι μακράν το υψηλότερο στην Ευρωζώνη.
Επρόκειτο για μία κυρίαρχη τραπεζική αγορά με
σημαντικό μερίδιό της υπό κρατική (ή ήμι-κρατική) ιδιοκτησία.
Πριν την κρίση, σε περιβάλλον χρηματοπιστωτικής
απελευθέρωσης και ανάπτυξης, αλλά και χαμηλού κόστους χρήματος, η ελληνική
τραπεζική αγορά ακολούθησε μία πορεία αυξημένης πιστωτικής επέκτασης, με το
μέσο ρυθμό πιστωτικής επέκτασης να διαμορφώνεται, κατά τη δεκαετία πριν την
κρίση, κοντά στο 12%.
Αυτή, όμως, η πιστωτική επέκταση ήταν στρεβλή σε
όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας.
Και αυτό διότι όλο και περισσότερο δεν αφορούσε τις
επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα το 2009 μόλις το 48,6% των δανείων της τραπεζικής
αγοράς να είναι επιχειρηματικά δάνεια, με τα υπόλοιπα να είναι στεγαστικά και
καταναλωτικά.
Αλλά ακόμα η πιστωτική επέκταση προς τις
επιχειρήσεις δεν διοχετεύθηκε σε κλάδους με αξιοσημείωτη «εμπορευσιμότητα»,
μιας και το μερίδιο της χρηματοδότησης προς τη μεταποίηση, το εμπόριο και τη
γεωργία περιορίστηκε.
Η πιστωτική επέκταση και η πρόσβαση των επιχειρήσεων
στη χρηματοδότηση διευκολύνθηκε από την επέκταση του εμπορικού δικτύου των
τραπεζών κατά τα χρόνια πριν από την κρίση.
Έτσι, το 2008:
- για κάθε 100.000 καταναλωτές αντιστοιχούσαν
περίπου 42 τραπεζικά καταστήματα –περίπου 25% περισσότερα από ότι στην Ευρώπη,
και
- σε κάθε τραπεζικό υπάλληλο αντιστοιχούσαν 167
καταναλωτές από 190 το 1997.
Παράλληλα, όμως, η τραπεζική αγορά όλο και
περισσότερο συγκεντρώνονταν σε μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα, με αποτέλεσμα το
μερίδιο των πέντε μεγαλύτερων τραπεζών να φτάσει το 2008 το 70%.
Αυτές οι συνθήκες, όπως ήταν αναμενόμενο, επηρέασαν
και τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων στην περιφέρεια.
Από τη μία πλευρά, η χρηματοδότηση στην περιφέρεια
χαρακτηρίστηκε από αδυναμία ανάπτυξης ισχυρών & αποτελεσματικών
συνεταιριστικών (περιφερειακών) τραπεζών.
Μία αδυναμία, που οφείλεται:
- Στη μεγάλη πιστωτική και εμπορική επέκταση των
μεγάλων τραπεζών που δεν άφηνε περιθώρια δραστηριοποίησης των συνεταιριστικών
τραπεζών.
- Στην κλαδική διάσταση ορισμένων κρατικών τραπεζών
–όπως η Αγροτική Τράπεζα– που απέτρεπε τη δραστηριότητα των συνεταιριστικών σε
κλάδους με μεγάλο μερίδιο στην περιφέρεια.
- Στην απουσία «κορπορατιστικής» φιλοσοφίας μεταξύ
των συνεταιριστικών τραπεζών, επιχειρήσεων και περιφερειακών κοινωνιών για
συμπράξεις στο «επιχειρείν».
Έτσι, τόσο τα δάνεια, όσο και οι καταθέσεις των
συνεταιριστικών τραπεζών αντιπροσώπευαν περίπου το 1% της εγχώριας τραπεζικής
αγοράς.
Πρόκειται για μία μηδαμινή δραστηριότητα σε
σύγκριση με πολλές οικονομίες της Ευρωζώνης.
Από την άλλη πλευρά, οι επιλογές χρηματοδότησης των
επιχειρήσεων στην περιφέρεια καθορίστηκαν από το ιδιαίτερα μικρό μέγεθος της
επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα, πριν από την κρίση, είχε
από τα μεγαλύτερα ποσοστά πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Επίσης, ο δείκτης εργοδοτών ως μερίδιο των
εργαζομένων σε διπλάσια επίπεδα από την Ευρώπη, ξεπερνώντας το 8%.
Προς την ίδια κατεύθυνση, ο μερίδιο των
αυτοαπασχολούμενων ήταν υπερδιπλάσιο από την Ευρώπη, μένοντας σε επίπεδα
υψηλότερα του 35%.
Το ζήτημα του μικρού μεγέθους της ελληνικής
επιχείρησης φαντάζει πιο έντονο στην
περιφέρεια, επηρεάζοντας αρνητικά την άντληση χρηματοδότησης.
Και αυτό διότι:
- Δεν επιτρέπει την άντληση χρηματοδότησης από την
κεφαλαιαγορά.
- Δεν επιτρέπει την έκδοση χρεογράφων.
- Περιορίζει την άντληση χρηματοδότησης από τα
τραπεζικά ιδρύματα και, δη, από τα περιφερειακά υποκαταστήματά τους –με τις
υστερήσεις που αυτά εμπεριέχουν (βλ. χρηματοδότηση εξωστρέφειας).
Σε αυτές τις ιδιαιτερότητες του εγχώριου
χρηματοδοτικού περιβάλλοντος ήρθαν να προστεθούν οι δυσκολίες που προέκυψαν από
την κρίση και τη φάση προσαρμογής στην οποία εισήλθε η ελληνική οικονομία.
Έτσι, η τραπεζική αγορά, αν και δεν ήταν το βασικό
αίτιο της κρίσης, βρέθηκε αντιμέτωπη με μεγάλες δυσκολίες.
Δυσκολίες, όπως:
- Ο αποκλεισμός χρηματοδότησης από τις διεθνείς
αγορές.
- Οι υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας.
- Η μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων.
- Η μεγάλη εκροή καταθέσεων.
- Η επιδείνωση του χαρτοφυλακίου δανείων λόγω
ύφεσης.
- Οι ζημιές από την αναδιάρθρωση του δημοσίου
χρέους.
- Η μη βιωσιμότητα αρκετών πιστωτικών ιδρυμάτων,
συμπεριλαμβάνοντας και συνεταιριστικές τράπεζες.
Την περίοδο της κρίσης, λοιπόν, μεταξύ άλλων τα μη
εξυπηρετούμενα δάνεια ξεπέρασαν το 36% του συνόλου των δανείων, με τα μη
εξυπηρετούμενα ανοίγματα να είναι σε υψηλότερο επίπεδο.
Παράλληλα, το σύνολο των καταθέσεων και repos συρρικνώθηκε κατά 43%,
φτάνοντας τα 157 δισ. ευρώ το 2016, από 280 δισ. ευρώ πριν την κρίση.
Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι δυσκολίες, αλλά και
για να μην προκύψουν πιο επώδυνες καταστάσεις προωθήθηκαν –όλη αυτή την
περίοδο– μία σειρά από θεσμικές παρεμβάσεις.
Ήταν παρεμβάσεις προς δύο βασικές κατευθύνσεις.
Η πρώτη κατεύθυνση ήταν η θεσμική ενίσχυση της
χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με πρωτοβουλίες όπως:
- Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
- Το Συμβούλιο Συστημικής Ευστάθειας.
- Το νέο πλαίσιο για την εξυγίανση και εκκαθάριση
τραπεζών.
- Το νέο πλαίσιο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων
δανείων.
- Το πλαίσιο για τη διευθέτηση της υπερχρέωσης του
ιδιωτικού τομέα.
- Ο εκσυγχρονισμός του πλαισίου για τη λειτουργία
των συνεταιριστικών τραπεζών.
Η δεύτερη κατεύθυνση ήταν η διασφάλιση της
χρηματοδότησης προς τον τραπεζικό τομέα που αντιμετώπιζε τόσο πρόβλημα
ρευστότητας, όσο και πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας.
Προς αυτή την κατεύθυνση, βασικές πρωτοβουλίες
είναι:
- Η ενδυνάμωση του πακέτου ενίσχυσης ρευστότητας
του 2008.
- Η αξιοποίηση του μηχανισμού παροχής έκτακτης
ενίσχυσης σε ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα.
- Οι συνεχείς ανακεφαλαιοποιήσεις του εγχώριου
τραπεζικού συστήματος, οι οποίες «απορρόφησαν» περίπου 67 δισ. ευρώ τόσο από
τον ιδιωτικό, όσο και το δημόσιο τομέα.
Παρ’ όλες τις παρεμβάσεις, οι σημαντικές δυσκολίες
στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων παραμένουν.
Συγκεκριμένα, η πιστωτική συρρίκνωση παραμένει από
το 2011 και έπειτα, όπου αθροιστικά το σύνολο της χρηματοδότησης από τα 320
δισ. ευρώ στα τέλη του 2010 έχει περιοριστεί στα 204 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο του
2017.
Είναι μία μείωση 36%.
Έτσι, το έντονο χρηματοδοτικό κενό για τις
μικρομεσαίες επιχειρήσεις παραμένει, αν και έχει περιοριστεί τελευταία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας, το χρηματοδοτικό κενό κατά το πρώτο μισό του 2017 διαμορφώθηκε στο
11% από 34% κατά το πρώτο μισό του 2015.
Και πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση στην
Ευρωζώνη.
Σε ένα τέτοιο χρηματοδοτικό περιβάλλον οι μικρές
και μικρομεσαίες επιχειρήσεις της ελληνικής περιφέρειας βρίσκονται σε δύσκολη
θέση.
Και αυτό διότι:
- Αδυνατούν να αντλήσουν εξωτερική χρηματοδότηση
μέσω εναλλακτικών επιλογών όπως οι μεγάλες επιχειρήσεις.
- Περιορίζονται στον (αναιμικό) τραπεζικό δανεισμό
ως αποκλειστική μορφή εξωτερικής χρηματοδότησης.
- Και αντιμετωπίζουν μία αυξανόμενη «απόσταση»
μεταξύ της έδρας τους και των τραπεζικών ιδρυμάτων, αφού τράπεζες
συγχωνεύονται, περιφερειακά καταστήματα «κλείνουν», όπως «κλείνουν» και
συνεταιριστικές τράπεζες.
Οι δυσκολίες και τα κενά χρηματοδότησης που
αντιμετωπίζουν οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην περιφέρεια μπορεί
να αντιμετωπιστούν μέσα από τέσσερις διαύλους.
Ο πρώτος δίαυλος είναι η σταδιακή «επαναλειτουργία»
της διαμεσολαβητικής δραστηριότητας της τραπεζικής αγοράς.
Είναι, φυσικά, κάτι που απαιτεί χρόνο και
προσπάθεια, δίνοντας έμφαση:
- Στη βελτίωση του χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
- Στη διευθέτηση του βάρους του ιδιωτικού χρέους.
- Στην αποκατάσταση της αποταμιευτικής
εμπιστοσύνης.
- Και στην αποκατάσταση των χρηματοδοτικών διαύλων
με τις διεθνείς αγορές.
Ο δεύτερος δίαυλος είναι η προώθηση εναλλακτικών
επιλογών χρηματοδότησης από την κεφαλαιαγορά, δίνοντας έμφαση στην εναρμόνιση
των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με τις προϋποθέσεις για την άντληση
χρηματοδότησης από εναλλακτικά επενδυτικά σχήματα.
Ο τρίτος δίαυλος είναι η πλήρης αξιοποίηση των
χρηματοδοτικών εργαλείων που βασίζονται σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς πόρους.
Πρόκειται, ίσως, για τον πιο άμεσο τρόπο κάλυψης
του τρέχοντος χρηματοδοτικού κενού.
Ο τέταρτος δίαυλος είναι η ανάπτυξη ενός ευρύτερου
σχεδίου επέκτασης της διαμεσολαβητικής δραστηριότητας των συνεταιριστικών
τραπεζών.
Και αυτό μπορεί να γίνει μέσα από:
- Τον (περαιτέρω) εκσυγχρονισμό της λειτουργίας
τους.
- Τη βελτίωση του χαρτοφυλακίου τους.
- Τη διαμόρφωση συνεργασιών και συμπράξεων μεταξύ
των συνεταιριστικών τραπεζών.
- Και την ενεργό εμπλοκή των συνεταιριστικών
τραπεζών στη αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων και εγγυήσεων.
Η άνθηση των συνεταιριστικών τραπεζών θα βοηθήσει
τόσο την τοπική μικρή επιχειρηματικότητα, όσο και την κοινωνική
επιχειρηματικότητα.
Βέβαια, η στόχευση ενός τέτοιο εγχειρήματος θα ήταν
πιο εφικτή εάν συνοδεύονταν από προγράμματα προώθησης συνεργασίας και σύμπραξης
επιχειρήσεων και συνεταιριστικών τραπεζών.
Ουσιαστικά, ενσωματώνοντας σταδιακά ιδέες από την
«κορπορατιστική» παράδοση άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών. Όχι κάτι εύκολο.
Η παρουσίαση είναι διαθέσιμη εδώ.
Η προβολή στην Εφημερίδα Πελοπόννησος: