(εισήγηση
στην 4ο Συνέδριο ΕΠΕΕΣ «Η Ελλάδα και η Ευρώπη στην Εποχή της Οικονομικής
Κρίσης»)
Κατά την
εισήγηση, μεταξύ άλλων, τονίστηκε ότι:
«[...]Η
αναποτελεσματικότητα της προσαρμογής, το υψηλό κόστος της και η αδυναμία
τερματισμού της κρίσης αποδίδεται σε μία σειρά από παράγοντες, όπως η απουσία
ευρωπαϊκού πλαισίου διάσωσης, η υπεραισιοδοξία εκτιμήσεων και λάθος
πολλαπλασιαστές, η μη διάγνωση του προβλήματος βιωσιμότητας χρέους, το μείγμα
δημοσιονομική προσαρμογής (έμφαση στα έσοδα), η μη προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις
στην αγορά προϊόντων, η εμμονή στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, η υπερεκτίμηση
της εξαγωγικής δυνατότητας, η υπερκτίμηση της ικανότητας του δημοσίου, η υπερκτίμηση
των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, η μη έγκαιρη διάγνωση των παθογενειών
των τραπεζών, η δυσλειτουργία στη συνεργασία των μελών της Τρόικα, η μη έμφαση
στο κράτος πρόνοιας, το υψηλό κόστος και μικρή ωρίμανση πρώτου «μνημονίου», η ιδιοτέλεια,
εμμονές & ποιότητα εμπλεκομένων (βλ. μεγάλη περίοδο), το σενάριο του Grexit
(εντός ή εκτός χώρας), και άλλα.
Ο δομικός παράγοντας, όμως, που επηρεάζει και τους
προαναφερθέντες είναι το έλλειμμα ιδιοκτησίας (ownership) μιας προσπάθειας
εξόδου από την κρίση και αλλαγής του εγχώριου υποδείγματος, και εντοπίζεται:
(α) Στην
αδυναμία κατάρτισης ενός αξιόλογου, συγκεκριμένου και εφικτού οδικού χάρτη για
την έξοδο από την κρίση και την αλλαγή του υποδείγματος.
(β) Στην
αδυναμία (μεσοπρόθεσμης) συμφωνίας επί των βασικών παραμέτρων ενός οδικού
χάρτη, μιας και –συχνά- η άποψη (θετική ή αρνητική) επί των παραμέτρων αυτών
μεταβάλλεται ανάλογα με τη συμμετοχή ή όχι σε σχήμα διακυβέρνησης.
(γ) Στη
(συχνή) άρνηση υλοποίησης των συμφωνηθέντων με τους εταίρους και δανειστές στο
πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής, εμπλουτίζοντας την περίοδο υλοποίησης με
μακρές περιόδους διαπραγμάτευσης και αβεβαιότητας.
(δ) Στη
(συχνή) μη επαρκή τεχνοκρατική προετοιμασία τόσο στο πλαίσιο της
διαπραγμάτευσης, όσο και στο πλαίσιο της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, με
αποτέλεσμα να μειώνεται η αποτελεσματικότητα.
(ε) Σε
συμπεριφορές εφήμερου ενθουσιασμού την επομένη της επίτευξης στόχων του
προγράμματος, που διοχετεύονται σε «μονομερείς» ενέργειες και εκτροχιασμό του
προγράμματος.
(ζ) Στην
αδυναμία ολοκλήρωσης των μεταρρυθμίσεων, καθώς δεν υπάρχει προσήλωση στη
διοικητική και θεσμική ολοκλήρωση των πρωτοβουλιών.
Το
έλλειμμα ιδιοκτησίας επί ενός (ή του) οδικού χάρτη για την έξοδο της χώρας από
την κρίση και την αλλαγή του εγχώριου υποδείγματος αποτυπώνεται σε ένα
«παράδοξο» φαινόμενο. Ότι, ενώ επιβάρυνση της κοινωνίας (βλ. ύφεση, ανεργία)
αυξάνεται και η «αντιμνημονιακή» ρητορική κερδίζει στην κοινωνία, η
κοινοβουλευτική στήριξη στα «μνημόνια» αυξάνεται κάθε επόμενο «μνημόνιο».
Το
ζητούμενο, κοντεύοντας τη συμπλήρωση μίας δεκαετίας σε ύφεση και κρίση, είναι
να ξεφύγουμε από την αδράνεια μέσα από την απόκτηση της ιδιοκτησίας ενός οδικού
χάρτη για την έξοδο από την κρίση και, κυρίως, για την αλλαγή του εγχώριου
υποδείγματος.
Βασική
προϋπόθεση είναι η πολιτική και κοινωνική συμφωνία επί της ιδιοκτησίας ενός
τέτοιου χάρτη, με επαρκή τεχνοκρατικό υπόβαθρο, ξεπερνώντας τα συστατικά του
«μνημονίου».
Η
βιωσιμότητα, ωστόσο, μίας τέτοιας συμφωνίας θα καθοριστεί με την ικανότητά της
να συμπεριλαμβάνει αυτούς που θα κληθούν να φέρουν σε πέρας την αλλαγή του
εγχώριου υποδείγματος: τις νεότερες γενιές που έχουν πληγεί περισσότερο [...]».