Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Αποφασίζοντας για την Ευρώπη

(άρθρο στην εφημερίδα Η Θεσσαλία)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξελίχθηκε και πορεύτηκε μέσα από μία διαδικασία ολοκλήρωσης με έντονες διακυμάνσεις, αν όχι κρίσεις, που κάθε φορά αποτελούσαν την αφετηρία νέων και πιο αποφασιστικών βημάτων ενοποίησης. Τα βήματα αυτά ήταν συνήθως αποτέλεσμα διακυβερνητικών συμφωνιών, που εδράζονταν κυρίως σε οικονομικές επιδιώξεις. Οι συμφωνίες επί αυτών των εθνικών επιδιώξεων διαμόρφωναν, σε συνδυασμό με τα ισχυρά θεσμικά και κοινωνικά οφέλη που διαχέονταν σε όλη την Ένωση μέσα από τη «νεολειτουργική» διαδικασία, προϋποθέσεις, αλλά και συνθήκες ευημερίας σε όλα τα κράτη-μέλη. Έτσι, τα κράτη-μέλη πορεύονταν σε μία ενοποιητική διαδικασία -σχεδόν- θετικού αθροίσματος που, προκειμένου να επιτευχθεί αυτό το αμοιβαίο όφελος, εμπεριείχε φυσικά και την ανεκτικότητα στην «εξαίρεση», διαμορφώνοντας την sui generis Ένωση της προ-κρίσης εποχής. 

Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Μία Ένωση με υπο-ομάδες ή υπο-κατηγορίες ενοποίησης (νομισματική ένωση, «Σένγκεν», κ.ά.), με πολλαπλές ταχύτητες (κέντρο-περιφέρεια, βορράς-νότος, κ.ά.) και με πολλά θεσμικά κενά ενοποίησης σε πεδία που είτε δεν προέκυπτε αμοιβαίο οικονομικό όφελος που θα οδηγούσε σε συμφωνία είτε δεν είχε προκύψει η ανάγκη κάλυψης του κενού λόγω κάποιας διαταραχής ή κρίσης. Ήταν, βέβαια, αυτή η περίοδος ευρύτερης σταθερότητας και οικονομικής άνθησης, βασιζόμενη σε μία παγκόσμια «χρηματοπιστωτική ευφορία», που επέτρεψε την «αναίμακτη» συντήρηση αυτών των ελλειμμάτων. Κάτι που διήρκησε μέχρι τη στιγμή που εκδηλώθηκε η χρηματοπιστωτική κρίση από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και επεκτάθηκε στα ευαίσθητα σημεία της Ευρωπαϊκής οικονομίας. Αυτά ήταν είτε τα δημοσιονομικά ή ανταγωνιστικά αδύναμα κράτη-μέλη, είτε τα ευάλωτα χρηματοπιστωτικά κράτη-μέλη. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσεται η Ελλάδα, με τα δικά της διαχρονικά προβλήματα.

Οι εξελίξεις στην Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι σε όλους γνωστές και επώδυνα αισθητές. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και δη στην Ευρωζώνη, αφού επιχειρήθηκε η αντιμετώπιση της επέκτασης της κρίσης με κάποια πρώτα «ψίχουλα» τόνωσης της οικονομίας, στη συνέχεια επιλέχθηκε μία αμφιλεγόμενη πολιτική δημοσιονομικής, νομισματικής και θεσμικής θωράκισης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Και όπως ήταν αναμενόμενο, η κατάρρευση της «χρηματοπιστωτικής ευφορίας» και η καθήλωση της παγκόσμιας οικονομίας δεν επέτρεπαν πλέον οι επιλογές της Ένωσης να είναι άμεσου (βραχυπρόθεσμου) θετικού αθροίσματος για όλα τα κράτη-μέλη. Ήταν, όμως, επιλογέςστη βάση της επιδίωξης ενός μακροπρόθεσμου αμοιβαίου οφέλους. Το όφελος ήταν και είναι η διατήρηση και συνέχιση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης για όλα τα κράτη-μέλη.

Σε αυτό το πλαίσιο, την τελευταία τετραετία προωθήθηκαν, αφού δεν είχε ληφθεί κάποια θεσμική μέριμνα εκ των προτέρων, τα πακέτα χρηματοδοτικής στήριξης κρατών-μελών (περισσότερα από 190 δισ. ευρώ έχουν δανειστεί μόνο στην Ελλάδα), τα προγράμματα δημοσιονομικής και οικονομικής προσαρμογής, τα ταμεία για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, το νέο αυστηρό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, η ενεργός εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η τραπεζική ένωση μέσα από κανονιστικές και εποπτικές παρεμβάσεις και ορισμένες (λίγες) στοχευμένες δράσεις για την απασχόληση και την ανάπτυξη. Έτσι, το 2014βρίσκει την Ένωση χωρίς να έχει καταφέρει να βγει στο σύνολό της από την ιδιαίτερα δύσκολη θέση. Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, οι Ευρωπαίοι καλούνται να αποφασίσουν για το μέλλον της Ένωσης.

Αυτή η διαδικασία απόφασης για τους Έλληνες πολίτες έχει «μπολιαστεί» με πάρα πολλές εύλογες εθνικές και συγκυριακές ιδιαιτερότητες, με αποτέλεσμα να αποκλίνει από την ευρωπαϊκή «ουσία» και να αποκτήσει καθαρά εθνικό χαρακτήρα. Θα ήταν σημαντικό, ωστόσο, οι Έλληνες, παρά τον αποπροσανατολισμό, να αποφασίσουν -τουλάχιστον ως ένα βαθμό- για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όχι γιατί συνέβαλε καθοριστικά στον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας μας. Όχι γιατί επανακαθόρισε και ενδυνάμωσε τη γεωπολιτική θέση της χώρας, αλλά και της Κύπρου. Όχι γιατί η Ελλάδα κατέστη ισότιμος εταίρος στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Όχι γιατί οδήγησε στη δημιουργία και σημαντική αναβάθμιση θεσμών σε κάθε πεδίο της κοινωνίας και της οικονομικής δραστηριότητας. Όχι γιατί επέτρεψε στην εθνική οικονομία να ξεφύγει από αρκετές παθογένειες και στρεβλώσεις που την καθήλωναν χρόνια. Όχι για τα περισσότερα από 90 δισ. ευρώ κοινοτικών πόρων που εισέρρευσαν και εισρέουν στην οικονομία (από τα Μεσογειακά Προγράμματα ως το «Νέο ΕΣΠΑ» 2014-2020). Όχι γιατί ενέταξε τη χώρα στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Όχι γιατί εισήγαγε στην εγχώρια παραγωγική ατζέντα τις νέες πηγές ανάπτυξης (βλ. παιδεία, καινοτομία, έρευνα και ανάπτυξη, κ.ά.). Όχι γιατί ενέταξε την έννοια της σταθερότητας στην καθημερινότητα της χώρας. Όχι γιατί η Ελλάδα απέκτησε διεθνώς ισχυρό. Όχι γιατί μείωσε σε ιστορικά χαμηλά το κόστος χρηματοδότησης ιδιωτικού και δημοσίου τομέα. Και φυσικά, όχι γιατί η Ελλάδα δεν κατάφερε να αξιοποιήσει αυτές τις συνθήκες και να ξεφύγει από τις αγκυλώσεις των προηγούμενων δεκαετιών. 

Είναι σημαντικό οι Έλληνες να αποφασίσουν για την Ένωση, σε μία κρίσιμη στιγμή για την επαννεκίνηση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπου είναι αναγκαία η περαιτέρω εμβάθυνση, η μείωση της απόστασης «Βρυξελλών» και ευρωπαϊκών κοινωνιών, και η αντιμετώπιση του ελλείμματος δημιουργικής αλληλεγγύης που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια. Σ’ αυτά τα χρόνια, η Ελλάδα, μέσα από τις τεράστιες θυσίες της ελληνικής κοινωνίας τόσο σε όρους δημοσιονομικής προσαρμογής όσο και σε όρους βιοτικού επιπέδου, επέδειξε ότι πιστεύει σημαντικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το κοινό νόμισμα και την ολοκλήρωση. Ίσως περισσότερο από αρκετά άλλα κράτη-μέλη. Κατέδειξε ότι είναι το κράτος-μέλος που, με όσα αποθέματα αξιοπιστίας και κοινωνικοπολιτικής αντοχής είχε, επέλεξε και κατάφερε να διαψεύσει τους θιασωτές ενός «Grexit» και σταδιακά ανακάμπτει, ανακτώντας την ισότιμη θέση του στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Και δύναται, αφού «ορθοποδήσει» και έχοντας το «υπόβαθρο» του τεράστιου κόστους που έχει καταβάλει, να είναι ένα κράτος-μέλος που θα διεκδικήσει και θα συμμετέχει ενεργά σε μία ευρύτερη προσπάθεια για την περαιτέρω ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μία ολοκλήρωση προς κάθε διάσταση και με οφέλη ευημερίας για όλους τους Ευρωπαίους, πέρα από «αλά καρτ» προσεγγίσεις, εθνικές εξαιρέσεις και πολλαπλές ταχύτητες. Σε αυτή, λοιπόν, την κρίσιμη στιγμή, που διογκώνονται τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, ενισχύονται οι ακραίες φωνές και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος, εντοπίζονται αποσχιστικές τάσεις ακόμη και στο εσωτερικό ισχυρών κρατών-μελών, και οι ηγεσίες της Ένωσης απέχουν από τα βιώματα του παγκοσμίου πολέμου, η Ελλάδα μπορεί να συμμετέχει ενεργά στην περαιτέρω ολοκλήρωση της Ένωσης. Στις επικείμενες ευρωεκλογές, συνεπώς, οφείλουμε να συμμετάσχουμε, αποφασίζοντας για την Ευρώπη ώστε να «χτίσουμε» στα κεκτημένα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ένα καλύτερο μέλλον για όλους τους πολίτες.

(δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Θεσσαλία")