(άρθρο στο The Economist, με Γιάννη Τσικριπή**)
Ενάμιση περίπου
χρόνο έπειτα από την κατάρρευση της Lehman Brothers, που σηματοδότησε
την κορύφωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, υπάρχουν ενδείξεις ότι η
οικονομία της Ευρωζώνης θα εισέλθει σε φάση ήπιας ανάπτυξης το 2010. Τους μήνες
που προηγήθηκαν, οι ασκούντες την οικονομική πολιτική (policy makers) παγκοσμίως – κυβερνήσεις, διεθνείς
οργανισμοί και οι κεντρικές τράπεζες, - έδρασαν άμεσα, με σειρά δημοσιονομικών
και νομισματικών μέτρων, καθώς και μέτρων διαρθρωτικού χαρακτήρα, προκειμένου
να αποφευχθεί η εκδήλωση συστημικής κρίσης και να μην επαναληφθούν τα λάθη του
1929, που οδήγησαν στην μεγάλη Ύφεση (Great Depression).
Σε διαρθρωτικό
επίπεδο, υπήρξε το τελευταίο διάστημα σειρά διεργασιών, με γνώμονα την
επιστροφή της εμπιστοσύνης στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη δόμηση
της νέας αρχιτεκτονικής εποπτείας του, που αποτελεί βασική πρόκληση για τους
ασκούντες την οικονομική πολιτική. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη σειρά
αλλαγών σε διεθνές και ευρωπαικό επίπεδο για την βελτίωση της εποπτείας των
τραπεζών, που βασίζονται κυρίως στις προτάσεις της επιτροπής De Larosiere και της Επιτροπής της Βασιλείας (π.χ.
προτάσεις σε σχέση με τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, την ενίσχυση
της εταιρικής διακυβέρνησης και των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων, της
διαχείρισης κρίσεων, των κολεγίων εποπτών, κλπ).
Σε επίπεδο
νομισματικής πολιτικής, οι κεντρικές τράπεζες προχώρησαν σε δραστικές μειώσεις
των παρεμβατικών επιτοκίων (ενδεικτικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει
μειώσει το παρεμβατικό της επιτόκιο στο 1%), ενώ πήραν σειρά μη συμβατικών
μέτρων (unconventional measures). Αυτό βέβαια
οδήγησε σε σημαντική αύξηση του ενεργητικού των κεντρικών τραπεζών, όπως της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπου δόθηκε δυνατότητα άντλησης απεριόριστης
ρευστότητας σε επιτόκιο 1%, έναντι λήψης ικανών εξασφαλίσεων (eligible collaterals).
Παράλληλα, όλες οι
αναπτυγμένες χώρες πήραν μέτρα ενίσχυσης των εγχώριων τραπεζικών συστημάτων, τα
οποία ελήφθησαν ταυτόχρονα με άλλα μέτρα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής
με στόχο την ώθηση της οικονομίας, τα οποία όμως είχαν σοβαρές δημοσιονομικές
επιπτώσεις. Τα μέτρα στήριξης των τραπεζών, πήραν στις περισσότερες χώρες τη
μορφή επανακεφαλαιοποιήσεων τραπεζών, επέκτασης του ελαχίστου ποσού κάλυψης των
ταμείων εγγύησης καταθέσεων, παροχής εγγυήσεων προς τα πιστωτικά ιδρύματα,
αγοράς τοξικών στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών, κ.α. Στην Ελλάδα, το Σχέδιο
Ενίσχυσης του τραπεζικού συστήματος, ανήλθε σε €28 δις και αποτελείται από δύο
πυλώνες: α) το σκέλος ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών
ιδρυμάτων ύψους €5 δις, μέσω της απόκτησης προνομιούχων μετοχών από το ελληνικό
δημόσιο, και β) το σκέλος ενίσχυσης της ρευστότητας, που αποτελείται από το
μέρος της έκδοσης ομολόγων από τις τράπεζες με την εγγύηση του ελληνικού
δημοσίου, ύψους €15 δις και το μέρος της παραχώρησης ομολόγων από το δημόσιο
στις τράπεζες προκειμένου να αντλήσουν ρευστότητα από την ΕΚΤ, ύψους €8 δις.
Ταυτόχρονα, το ελάχιστο ποσό κάλυψης του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων, αυξήθηκε
σε €100 χιλ. ανά δικαιούχο.
Όπως προκύπτει από
πρόσφατη συγκριτική μελέτη του οίκου Fitch (2009), για τις ανεπτυγμένες χώρες που ήταν ταξινομημένες σε κατηγορία από
ΑΑΑ έως Α, η άμεση παροχή βοήθειας (upfront fiscal payment) προς το
χρηματοπιστωτικό σύστημα ανήλθε κατά μέσο όρο σε 6,6% του ΑΕΠ, ενώ εάν
συμπεριληφθούν και οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις (contingent liabilities) από
την παροχή εγγυήσεων, το άνοιγμα ανέρχεται σε 26,5% του ΑΕΠ. Από τις χώρες της Ευρωζώνης, η Ιρλανδία φαίνεται να έχει τη μεγαλύτερη άμεση και εν δυνάμει
δημοσιονομική επιβάρυνση από το πακέτο βοήθειας προς τις τράπεζες ως ποσοστό
του ΑΕΠ, σε αντίθεση με την Ελλάδα, που εμφανίζει το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό
στην Ευρωζώνη, ενδεικτικό της υγείας του εγχώριου τραπεζικού συστήματος που δεν
είχε έκθεση σε «τοξικά» προϊόντα. Αποτέλεσμα λοιπόν της τραπεζικής κρίσης που
εκδηλώθηκε στα τέλη του 2008, ήταν τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα που
εμφάνισε η πλειονότητα των ανεπτυγμένων χωρών το 2009. Θα μπορούσαμε να πούμε,
ότι το 2009, χαρακτηρίσθηκε ως το έτος όπου υπήρξε μεταφορά του κινδύνου από
τους ισολογισμούς των τραπεζών, στα δημοσιονομικά μεγέθη των κρατών.
Η Ελλάδα αντίθετα,
είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωζώνη, όπου η μεταφορά του κινδύνου ακολούθησε
αντίστροφη ροή, δηλαδή από το κράτος προς τις τράπεζες. Η ραγδαία επιδείνωση
της δημοσιονομικής κατάστασης στη χώρα τους τελευταίους μήνες του 2009 και οι
ανησυχίες για την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους, είχε σημαντικές επιπτώσεις
στις ελληνικές τράπεζες. Έως τότε, οι περιορισμένες υποβαθμίσεις από τους
ξένους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, σχετίζονταν με συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά κινδύνου του κάθε πιστωτικού ιδρύματος, ιδίως αναφορικά με τη
χειροτέρευση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων και της έκθεσης στις χώρες
της Ν.Α. Ευρώπης. Παρόλα αυτά, η ισχυρή κεφαλαιακή βάση των ελληνικών τραπεζών,
ήταν και είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τον παραδοσιακό τραπεζικό κίνδυνο, τον
πιστωτικό, και να απορροφήσει τους κλυδωνισμούς από την χειροτέρευση του
οικονομικού περιβάλλοντος τους τελευταίους μήνες. Αυτό άλλωστε προέκυψε και από
τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης καταστάσεων κρίσης (stress test), που διενέργησαν το προηγούμενο έτος οι
τράπεζες, με τα ιδιαίτερα αυστηρά σενάρια που υπέδειξε το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Η παρούσα όμως
δημοσιονομική κρίση στη χώρα μας, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κινδύνου ρευστότητας στο ελληνικό τραπεζικό
σύστημα, ενός κινδύνου που έως σήμερα διαχειρίζονταν αποτελεσματικά από τις
τράπεζες. Καθώς όμως οι τρέχουσες εξελίξεις σε σχέση με την φερεγγυότητα του
ελληνικού κράτους, ξεπέρασαν μέσα σε
λίγους μήνες και τις πιο δυσοίωνες υποθέσεις, η έκθεση των ελληνικών πιστωτικών
ιδρυμάτων σε κίνδυνο ρευστότητας αυξήθηκε. Εντούτοις, ορισμένοι παράγοντες που
θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν το οποιαδήποτε συμπέρασμα, είναι: α) η
καταθετική βάση των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων είναι ισχυρή και ο δείκτης
χορηγήσεων έναντι καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι ένας από τους
χαμηλότερους στην Ευρωζώνη, β) η επανενεργοποίηση του Ελληνικού Σχεδίου
στήριξης θα ωθήσει εκ νέου την ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και γ) η ΕΚΤ
συνεχίζει να στηρίζει μέσω της πολιτικής παροχής ρευστότητας όλες τις τράπεζες
στην Ευρωζώνη. Βέβαια, η μείωση των περιθωρίων που δανείζεται το δημόσιο (που
αναμένεται έπειτα από τη Συμφωνία στήριξης από ΕΕ και ΔΝΤ) και η βελτίωση
στις συνθήκες στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων, αποτελούν προϋποθέσεις για
τον περιορισμό των όποιων πιέσεων στη ρευστότητα των τραπεζών.
Συμπερασματικά, η
πρόσφατη Ελληνική εμπειρία, ενισχύει τον ισχυρισμό, ότι, καθώς κλονίζεται
παγκοσμίως η πεποίθηση ότι το κρατικός χρέος είναι άνευ κινδύνου (risk free), η συσχέτιση της οικονομικής
κατάστασης κάθε χώρας και των τραπεζικών κινδύνων, θα είναι ολοένα και
μεγαλύτερη. Στόχος των κυβερνήσεων θα πρέπει να είναι η προστασία των υγιών και
κερδοφόρων κλάδων της οικονομίας, μέσω της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και
της προώθησης της μακροοικονομικής σταθερότητας.
**Τράπεζα της
Ελλάδος, Πάντειο Πανεπιστήμιο – οι απόψεις του συγγραφέα δεν αντιπροσωπεύουν
απαραίτητα τις απόψεις της Τράπεζας της Ελλάδος
[δημοσιεύθηκε στο The Economist
(Καθημερινή Ειδικές Εκδόσεις)]